Skip to main content

Άγιοι Τρεις Ιεράρχες

Στις 30 Ιανουαρίου, κάθε χρόνο, γιορτάζουμε τη μνήμη των Τριών εραρχών, όπως καθιερώθηκε από το 1100 μ.Χ.. Η γιορτή τους, από το 1842, λέγεται και Γιορτή των Γραμμάτων, μια και οι Τρεις Ιεράρχες ήταν Μεγάλοι Δάσκαλοι αλλά και Πατέρες της Εκκλησίας.

Οι Τρεις Ιεράρχες είναι:ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Η γιορτή τους είναι γιορτή της παιδείας και των γραμμάτων, γιορτή των δασκάλων και των μαθητών. Είναι γιορτή τόσο Σχολική όσο και Χριστιανική. Σχολική είναι, γιατί οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, σοφοί δάσκαλοι, φημισμένοι ρήτορες και συγγραφείς. Πρόσφεραν πάρα πολλά στα γράμματα, διαθέτοντας ολόκληρη την περιουσία τους. Χριστιανική είναι, γιατί και οι τρεις ήταν ευσεβείς Ιεράρχες, επιφανείς θεολόγοι, με κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπικό έργο, που διέθεσαν τη ζωή τους στην πίστη τους για το Χριστό.

Μελέτησαν τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς και φιλοσόφους, και κατόρθωσαν να συμφιλιώσουν το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα με την Χριστιανική Πίστη. Απέρριψαν τα ειδωλολατρικά στοιχεία και κράτησαν τις αρχές της διαλεκτικής σκέψης της ελληνικής παιδείας, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου «να δοκιμάζουμε τα πάντα αλλά να κρατάμε το καλό».

Έστησαν έτσι γέφυρες ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο, ανάμεσα στη γνώση και την αρετή, ανάμεσα στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας και την πραγματική αλήθεια της αγάπης, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, τον Ελληνισμό και το Χριστιανισμό.

Δικαιολογημένα η εποχή τους ονομάστηκε: «Χρυσός Αιώνας της Εκκλησίας».

Το έργο των Τριών Ιεραρχών είναι πολύ μεγάλο. Όλοι οι φτωχοί, οι άρρωστοι, τα ορφανά και οι ηλικιωμένοι έβρισκαν καταφύγιο κοντά τους. Η μεγάλη τους καρδιά και η χριστιανική ψυχή τους γίνονταν στέγη για όσους είχαν ανάγκη.

Ήταν τόση η καλοσύνη και η φιλανθρωπία τους, που δεν υπολόγισαν τα πλούτη και τα χρήματά τους. Τίποτα δεν κράτησαν για τον εαυτό τους. Όλα τα υπάρχοντά τους τα διέθεσαν για να δώσουν χαρά στους συνάνθρωπούς τους.

Πολλές φορές οι Ιεράρχες με τα ίδια τους τα χέρια, έδεναν τις πληγές των αρρώστων. Τίποτε δεν τους φόβιζε. Ακόμη και τους λεπρούς περιποιούνταν.

Οι Τρεις Ιεράρχες ήταν και ιεραπόστολοι. Δίδασκαν τη Χριστιανική θρησκεία και το Λόγο του Θεού με πάθος, γεγονός που σε συνδυασμό με τη μεγάλη τους μόρφωση, τους έφερε αντιμέτωπους και εχθρούς με βασιλιάδες και άρχοντες.

Δίκαια, λοιπόν, ονομάστηκαν Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και Προστάτες των Γραμμάτων και των Σχολείων.

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ή ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου γύρω στο 330 μ.Χ, αλλά μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Γονείς του ήταν η ενάρετη Εμμέλεια που ήταν κόρη μάρτυρα και ο ονομαστός ρήτορας Βασίλειος. Από την ευλογημένη αυτή οικογένεια αναδείκτηκαν άγιοι της Εκκλησίας μας γιαγιά, μητέρα και τέσσερα παιδιά. Οι πλούσιοι γονείς του φρόντισαν να πάρει μεγάλη μόρφωση. Σπούδασε στην Καισάρεια και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με τον αδελφικό του φίλο Γρηγόριο, το Ναζιανζηνό.

Ο Βασίλειος ύστερα από τις λαμπρές σπουδές του γύρισε στην Καισάρεια. Εκεί άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και αφού βαφτίστηκε σε μεγάλη ηλικία, όπως συνηθιζόταν τότε, αποφάσισε να γίνει μοναχός.

Για να γνωρίσει μεγάλους ασκητές της εποχής του επισκέπτηκε την Αίγυπτο την Παλαιστίνη αλλά και άλλες χώρες. Γοητευμένος, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και μόνασε σ’ένα ερημικό μέρος του Πόντου.

Όταν είδε ότι οι αιρετικοί κατατάραζαν την Εκκλησία δέκτηκε το μεγάλο αξίωμα της ιεροσύνης. Έγινε διάκονος, ιερέας και αργότερα επίσκοπος Καισάρειας απ’ όπου καταπολέμησε σθεναρά τον αρειανισμό.

Ιστορική έμεινε η απάντηση που έδωσε στο φιλαρειανό απεσταλμένο του αυτοκράτορα, ύπαρχο Μόδεστο, όταν τον απείλησε αυστηρά με δήμευση της περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια και θάνατο: «Τίποτε από αυτά δε φοβάμαι» απάντησε ο Βασίλειος, «γιατί περιουσία δεν έχω παρά μόνο τα φτωχά μου ρούχα και λίγα βιβλία. Εξορία δε φοβάμαι, γιατί όλοι σ’ αυτή τη ζωή είμαστε σαν τα πουλιά χωρίς μόνιμη στέγη. Βάσανα δε λογαριάζω, γιατί το ασθενικό μου σώμα γρήγορα θα πεθάνει. Κι ο θάνατος θα με φέρει κοντά στο Θεό, για τον οποίο ζω και εργάζομαι».

Ο Μέγας Βασίλειος θεμελίωσε τη Χριστιανική του Θεολογία, αντλώντας επιλεκτικά από την αρχαιοελληνική και κυρίως από την πλατωνική φιλοσοφία.

Καθημερινά δίδασκε τους ανθρώπους εξηγώντας το Ευαγγέλιο.

Συμβούλευε τη νεολαία να διαβάζει την ελληνική ιστορία, μυθολογία, ποίηση και φιλοσοφία.

Έγραψε πολλά βιβλία, επιστολές, κηρύγματα, ομιλίες, προσευχές και τη Θεία Λειτουργία που φέρει το όνομά του.

Ολόκληρη πόλη, την περίφημη Βασιλειάδα, αποτελούν τα φιλανθρωπικά του ιδρύματα: νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, ξενώνες, εργαστήρια, σχολεία κ.α. για τα οποία διέθεσε όλα του τα υπάρχοντα.

Πέθανε το 379, σε ηλικία 49 χρονών. Η Εκκλησία μας τον ονόμασε « Οικουμενικό και Μέγα διδάσκαλο». Τον τιμάει ως άγιο την 1η Ιανουαρίου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Ονομάστηκε Χρυσόστομος για τις ρητορικές του ικανότητες. Γεννήθηκε το 345 στην Αντιόχεια της Συρίας. Γονείς του ήταν ο ανώτερος αξιωματικός Σεκούνδος και η ευσεβής Ανθούσα. Πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από τον πατέρα του και το βάρος της ανατροφής και μόρφωσής του έπεσε στην ενάρετη Ανθούσα. Ύστερα από τη γενική εκπαίδευση, ο Ιωάννης, σπούδασε ρητορική στη σχολή του περίφημου δασκάλου της εποχής εκείνης, του εθνικού Λιβάνιου.

Μετά τις λαμπρές φιλοσοφικές και νομικές σπουδές του, ο Ιωάννης άσκησε στην Αντιόχεια το επάγγελμα του δικηγόρου. Γρήγορα όμως τον τράβηξαν οι θεολογικές σπουδές και όταν βαπτίστηκε, άρχισε να ζει ασκητική ζωή.

Ύστερα από μερικά χρόνια ασκητικής ζωής, ο Ιωάννης δέχτηκε τη χάρη της ιεροσύνης και υπηρέτησε την Εκκλησία. Με τα λαμπρά του κηρύγματα και κυρίως μα το έξοχο παράδειγμά του μαγνήτιζε τις ψυχές των πιστών. Είχε κατορθώσει να τρέφει καθημερινά πάνω από 3.000 φτωχούς.

Η φήμη και το καλό όνομά του έγιναν γνωστά σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ο βασιλιάς Αρκάδιος τον πήρε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον εξέλεξαν Αρχιεπίσκοπο.

Στα φλογερά του κηρύγματα καλούσε σε ηθική εξυγίανση της κοινωνίας και ασκούσε αυστηρή κριτική στον κλήρο και στους κυβερνώντες προκαλώντας τις αντιδράσεις της αυτοκράτειρας Ευδοξίας και των εκκλησιαστικών κύκλων. Εκθρονίστηκε και καταδικάστηκε σε εξορία. Αλλά ο λαός πέτυχε την ματαίωσή της.

Σύντομα όμως ακολούθησε άλλη μόνιμη και μαρτυρική στην Αρμενία και αργότερα στην Πιτυούντα του Πόντου.

Στο δρόμο κι ενώ βρισκόταν στα Κόμανα του Πόντου, πέθανε από τις κακουχίες και τις στερήσεις στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.

Παρά ταύτα όμως, αναγνωρίστηκαν οι πολύτιμες υπηρεσίες του και αποκαταστάθηκε η μνήμη του.

Ύστερα από 30 χρόνια το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακρίθηκε για τη ρητορική του τέχνη. Τα λόγια, η διδασκαλία και το κήρυγμά του συγκινούσαν όλους τους ανθρώπους. Γι αυτό τον ονόμασαν «Χρυσόστομο», δηλαδή στόμα χρυσό.

Ακόμα και σήμερα, «των αρετών το θησαύρισμα», καθώς τον ονόμασαν, εξακολουθεί να μας φωτίζει με τα πολλά του συγγράμματα. Ανάμεσα σ’ αυτά ιδιαίτερη θέση κατέχει η Θεία Λειτουργία που φέρει τ’όνομά του. Η Εκκλησία μας τιμάει την μνήμη του στις 13 Νοεμβρίου, στις 27 Ιανουαρίου (Ανακομιδή) και στις 30 Ιανουαρίου μαζί με τους άλλους δύο Ιεράρχες.

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ή ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΑΖΙΑΝΖΙΝΟΣ

Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας γι αυτό και ονομάστηκε Ναζιανζηνός. Όπως και ο Άγιος Βασίλειος καταγόταν από παλιά και πλούσια οικογένεια του τόπου του. Οι ευσεβείς γονείς του, η Νόννα και ο επίσκοπος Γρηγόριος του έδωσαν χριστιανική ανατροφή.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Ναζιανζό και κατόπιν στην

Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί γνωρίστηκε με το Βασίλειο, που είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία και συνδέθηκαν με αδελφική φιλία και εκτίμηση που έμεινε ζωντανή και δυνατή σε όλη τους τη ζωή.

Ο Γρηγόριος συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και στην Αλεξάνδρεια. Σπούδασε και στην Αθήνα μαζί με το φίλο του Βασίλειο.

Μετά τις τόσο λαμπρές σπουδές του γύρισε στην Ναζιανζό. Τότε, καθώς φαίνεται, δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα. Κατόπιν μόνασε, όπως είδαμε, για ένα διάστημα στον Πόντο μαζί με το Βασίλειο.

Αργότερα ο Γρηγόριος ήρθε κοντά στο γέροντα πατέρα του και τον βοηθούσε στα ποιμαντικά του έργα. Με απαίτηση όμως των Χριστιανών και χωρίς να το θέλει ο ίδιος, καθώς θεωρούσε πολύ μεγάλο το αξίωμα της ιεροσύνης, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Ύστερα από μερικά χρόνια, μπροστά στην επιμονή του φίλου του και αρχιεπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου, δέχτηκε και χειροτονήθηκε από τον ίδιο, επίσκοπος της κωμόπολης των Σασίμων. Εκείνο που ανέδειξε το Γρηγόριο μεγάλο δάσκαλο και ποιμένα της εκκλησίας ήταν η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, που πέρναγε δύσκολες μέρες, από τον κίνδυνο των Αρειανών.

Στην Κωνσταντινούπολη, μόνο ένας μικρός ναός είχε απομείνει στους ορθοδόξους, που τον ονόμαζαν συμβολικά Αγία Αναστασία, ελπίζοντας πως εκεί θα αναστηθεί ξανά η Ορθοδοξία.

Σ’ αυτόν το ναό ο Γρηγόριος εκφώνησε τους περίφημους πέντε λόγους για τη θεότητα του «Υιού και Λόγου» του Θεού, με θαυμαστά αποτελέσματα. Γι αυτή τη σοφία και ευλάβεια στα θεία, δίκαια η εκκλησία μας τον ονόμασε «Θεολόγο», πρώτον αυτόν ύστερα από τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή.

Σε λίγο στέφτηκε αυτοκράτορας ο Μέγας Θεοδόσιος καθιερώνο- ντας με διάταγμα την Ορθοδοξία.

Τότε αναδείχτηκε ο Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινου- πόλεως και Πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Από αυτή τη θέση, το 381, μαζί με άλλους άρχοντες της Εκκλησίας στερέωσαν την Πίστη και την Ορθοδοξία συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Πίστεως που άρχισε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος. Για να εξασφαλίσει όμως την ειρήνη της Εκκλησίας, με μια ηρωική πράξη, παραιτήθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Συνόδου και επέστρεψε στον τόπο του όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με προσευχή, διάβασμα και συγγραφή βιβλίων. Πέθανε το 390 μ.Χ.

Ο Γρηγόριος διακρίθηκε για τον αγνό του χαρακτήρα και τις πολλές αρετές καθώς και για το τεράστιο συγγραφικό του έργο, που περιλαμβάνει λόγους, επιστολές και ποιήματα. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε ανάμεσα στους αγίους της και τον τιμά ξεχωριστά στις 25 Ιανουαρίου καθώς και στις 30 του ίδιου μήνα, γιορτή των Τριών Ιεραρχών.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι Τρεις Ιεράρχες έδειξαν με τη ζωή και το έργο τους ότι η πίστη προς το Θεό και η αγάπη προς το συνάνθρωπο συμβαδίζουν. Νοημά- τισαν τον αρχαίο κλασικό κόσμο και διέσωσαν αξίες με πανανθρώπινο περιεχόμενο.

Οι ίδιοι είναι και θα είναι οδηγοί προς την αληθινή γνώση και μόρφωση, αγαθά πρότυπα κάθε νέου ανθρώπου.

Σωκράτης

O Σωκράτης (470 π.Χ./469 –399 π.Χ.) ήταν Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος και μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού και παγκόσμιου πνεύματος και πολιτισμού και ένας από τους ιδρυτές της Δυτικής φιλοσοφίας.

Ενδεικτικό της σημασίας του για την Αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι ότι όλοι οι Έλληνες φιλόσοφοι πριν από αυτόν ονομάστηκαν Προσωκρατικοί. Αναρίθμητοι είναι οι μελετητές που έχουν ασχοληθεί με τον Σωκράτη, στους αιώνες που ακολούθησαν το θάνατό του, πολλοί από τους οποίους είναι ιδιαίτερα φημισμένοι, έτσι ώστε ο W.K.C. Guthrie να γράψει πως «στο τέλος ο καθένας έχει το δικό του, ως ένα βαθμό Σωκράτη, που δεν είναι ίδιος ακριβώς με τον Σωκράτη κανενός άλλου».
Είχε έναν πολυάριθμο κύκλο πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές οικογένειες, απ' όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι από αυτούς έγιναν γνωστοί ως ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι γνωστότεροι ήταν ο Πλάτων και ο Αντισθένης στην Αθήνα, ο Ευκλείδης στα Μέγαρα, ο Φαίδων στην Ηλεία και ο Αρίστιππος στην Κυρήνη. Οι κυριότερες πηγές για τη ζωή του είναι κατ' αρχάς ο μαθητής του Πλάτων, ο ιστορικός Ξενοφών, ο φιλόσοφος Αριστοτέλης και ο συγγραφέας κωμωδιών Αριστοφάνης.

 

To σύνολο της επιρροής του, συχνά τον κατατάσσει μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων όλων των εποχών με τη μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τον μαθητή του, τον Πλάτωνα.

Βίος

Ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης από το δήμο της Αλωπεκής, της Αντιοχίδος φυλής. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την Ξανθίππη, για την οποία πολλά άσχημα έχουν γραφεί -και όχι αδίκως- για παράδειγμα κατά τον Αντισθένη ήταν η χειρότερη γυναίκα που υπήρξε και θα υπάρξει, με τον Σωκράτη να απαντά ότι εάν καταφέρει να συνυπάρξει μαζί της τότε θα μπορέσει να συνυπάρξει με όλους τους ανθρώπους.
του Σωκράτη είναι ποικίλες και ο μελετητής του Αρχαιοελληνικού κόσμου μπορεί να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Διάφοροι συγγραφείς ασχολήθηκαν μαζί του ήδη από την αρχαιότητα και, ο καθένας πρόσθεσε νέες πτυχές από τη ζωή του. Έτσι, ο Πορφύριος αναφέρει ότι ο Σωκράτης, όπως συνηθιζόταν στην αρχαία Αθήνα, ασχολήθηκε αρχικά με τη γλυπτική τέχνη, το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήτανλιθοξόος, πριν το εγκαταλείψει «χάριν της παιδείας», όπως έγραψε αργότερα ο Λουκιανός. Οι πληροφορίες για τη ζωή Στα 17 του χρόνια γνώρισε το φιλόσοφο Αρχέλαο, που του μετέδωσε το πάθος για τη φιλοσοφία και τον έπεισε να αφιερωθεί σ' αυτήν. Μία πιο βαθιά ψυχολογική πλευρά του φανερώνει ο Πλάτωνας, που στην Απολογία του παρουσιάζει τον Σωκράτη να θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως μία εσωτερική παρόρμηση, να του υπαγορεύει ποιες πράξεις και ενασχολήσεις πρέπει να ακολουθήσει. Μάλιστα δήλωνε ότι άκουγε μέσα του μία φωνή που τον εμπόδιζε να πράττει ό,τι δεν ήταν σωστό, την οποία φωνή ονόμαζε «δαιμόνιον». Αυτό φυσικά το θέμα απησχόλησε πολλούς ανθρώπους, ο δε Πλούταρχος στο έργο του "Περὶ τοῦ Σωκράτους δαιμονίου" αναπτύσσει πολλές απόψεις συζητών με διαφόρους ανθρώπους. Οι απλοί και αγράμματοι έβλεπαν το δαιμόνιον ως μια τάση προς φτέρνισμα ή μία εσωτερική φωνή, η οποία όμως ποτέ δεν προέτρεπε προς κάποια πράξη αλλά πάντα απέτρεπε από κάτι κακό. Καταλήγει εμμέσως στον διάλογο ο ίδιος ο Πλούταρχος (πίσω από άλλα πρόσωπα όπως συνήθισε) να διατυπώσει την θεωρία ότι αυτό το δαιμόνιο δεν είναι άλλο παρά μια ανωτέρα δύναμη την οποία προσφέρουν τα ανώτερα όντα σε ανθρώπους αξίους, όπως και οι άνθρωποι προσφέρουν περισσότερα σε κάποιο άλογο ή σκύλο λόγω του ότι είναι πιο πιστά ή έξυπνα από τα υπόλοιπα.

Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δεν δίδαξε συστηματικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.

Απέφευγε την εμπλοκή στην πολιτική και προτιμούσε να κάνει τη δική του ανεξάρτητη πορεία. Μόνη εξαίρεση, όταν η πατρίδα τον καλούσε. Έτσι έλαβε μέρος σε τρεις εκστρατείες στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, στην πολιορκία της Ποτίδαιας, στο Δήλιο της Βοιωτίας το 424π.Χ. («ήμουν μαζί του στην υποχώρηση», λέει ο Λάχης στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο,«και αν όλοι ήταν σαν τον Σωκράτη, η πόλη μας ποτέ δε θα πάθαινε εκείνη τη συμφορά.»). Το 422 π. Χ. στη μάχη της Αμφίπολης έσωσε τη ζωή του Αλκιβιάδη και έδειξε απίστευτη αντοχή στις κακουχίες, όπως περιγράφει ο ίδιος ο Αλκιβιάδης στο πλατωνικό Συμπόσιο. Το 406 π.Χ., στη δίκη των 10 Αθηναίων στρατηγών όταν συνέπεσε η «φυλή» στην οποία ανήκε να έχει την πρυτανεία, αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση να φέρει σε ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου μία παράνομη πρόταση - να δικαστούν ομαδικά και όχι ο καθένας ξεχωριστά, όπως όριζε ο νόμος οι στρατηγοί που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς κατά τη ναυμαχία στις Αργινούσες, κάτι απαράδεκτο νομικά στην αθηναϊκή δημοκρατία.Το 404 π.Χ. με την ίδια τόλμη εναντιώθηκε στους Τριάκοντα τυράννους, όταν αρνήθηκε να συλλάβει έναν δημοκρατικό πολίτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο.

Απολογία Σωκράτους.- Καταδίκη και θάνατος

«Τάδε ἐγράψατο καὶ ἀντωμόσατο Μέλητος Μελήτου Πιτθεύς Σω-κράτη Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν: ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ δαιμόνια καινά εἰσηγούμενος· ἀδικεῖ δὲ καὶ τοὺς νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος.» Η μήνυση του Σωκράτη, έγινε απο τον ποιητή Μέλητο, καθώς και από το γνωστό πολιτικό και βυρ-σοδέψη Άνυτο και τον ρήτορα Λύκωνα. Το 399 π.Χ. ο φιλόσοφος βρέθηκε αντιμέτωπος με το Δικαστήριο της Ηλιαίας. Εκεί, σε μία δίκη η οποία έχει χαρακτηριστεί από πολλούς μελετητές ως παρωδία, διατυπώθηκαν ένα-ντίον του κατηγορίες για ασέβεια προς τους θεούς και για διαφθορά των νέων. Ο φιλόσοφος καταδικάστηκε, με βάση την κατηγορία, σε θάνατο. Ως σκοπιμότητα της κατηγορίας θεωρήθηκε η διδασκαλία του, η οποία επιδρούσε στους νέους, και με τον φιλελευθερισμό που τον διέκρινε, θεωρήθηκε ανατρεπτικός. Ουσιαστικό κίνητρο, όμως, υπήρξε η αντιζηλία του με σημαντικούς άνδρες της εποχής, ενώ ένας από τους βασικούς λόγους για κατηγορία του στην πραγματικότητα ήταν ότι ο Κριτίας, ένας από τους μαθητές του και μάλιστα από τους πιο σημαντικούς, είχε πρωτα-γωνιστικό ρόλο στην εξουσία των τριάκοντα τυράννων. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν νοθευμένη.

Στη διάρκεια της δίκης ο Σωκράτης έδειξε θάρρος και περηφάνια, ενώ η αναγγελία της ποινής δεν κατάφερε να τον βγάλει από τη θεϊκή του αταραξία. Από την Απολογία προκύπτει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα είχε αθωωθεί εαν φερόταν πιο ταπεινόφρονα, αλλά όπως δήλωσε και ο ίδιος δεν ήθελε να εξευτελίσει τον εαυτό του με ικεσίες. Μετά την καταδίκη του παρέμεινε στο δεσμωτήριο 30 μέρες, γιατί ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις γιορτές της Δήλου. Από τον διάλογο του Πλάτωνα Κρίτων φαίνεται ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να σωθεί, αν ήθελε, αφού οι μαθητές του είχαν τη δυνατότητα να τον βοηθήσουν να αποδράσει, καθώς ο φρουρός του ήταν γνωστός τους και θα δεχόταν δωροδοκία και παράλληλα εάν το έκανε αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα έβρισκε ασφαλές καταφύγιο σε κάποια από τις πολλές πόλεις όπου είχε υποστηρικτές. Ο Κρίτων δε, θα ήταν ασφαλής από καταδίκη γιατί σύμφωνα με τον ίδιο δεν θα υπήρχαν επαρκή στοιχεία εναντίον του. Ο Σωκράτης ωστόσο παρέμεινε πιστός στη κοσμοθεωρία του και αρνήθηκε, εξηγώντας ότι επωφελήθηκε ζώντας κάτω από τους αθηναϊκούς νόμους για εβδομήντα χρόνια και αν τους παραβιάζε τώρα επειδή Αυτοί έδρασαν εις βάρος του θα ήταν συμφεροντολόγος. Εξηγεί επίσης ότι κανείς δεν πρέπει ποτέ να φέρεται άδικα, ανεξαρτήτως περιστάσεων. Έτσι, ως νομοταγής πολίτης και αληθινός φιλόσοφος, περίμενε το θάνατο ειρηνικά και γαλήνια και ήπιε το κώνειο, όπως πρόσταζε ο νόμος.

Παρ' όλα αυτά, το Μάιο του 2012, πραγματοποιήθηκε εκ νέου η δίκη του Σωκράτη από Συμβούλους του Αρείου Πάγου και γνωστούς δικηγόρους και δικαστές, χρησιμοποιώντας τους νόμους της εποχής εκείνης, και ως αποτέλεσμα ο Σωκράτης αθωώθηκε για τις κατηγορίες τις οποίες έφερε.

Ο Σωκράτης, όπως και ο Πυθαγόρας, δεν άφησε κανένα σύγγραμμα, γι' αυτό και είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του. Ότι είναι γνωστό για τον Σωκράτη προήλθε κυρίως από όσα έγραψαν οι μαθητές του σχετικά με αυτόν, καθώς και ορισμένους συγγραφείς που επικεντρώθηκαν στη μελέτη της προσωπικότητάς του. Κατά τον Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη.

Στην εποχή του Σωκράτη υπήρχαν Σοφιστές που έκαναν στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τη χρήσιμη αρετή, ενώ προηγουμένως το κύριο θέμα της φιλοσοφίας των προσωκρατικών φιλοσόφων, ήταν η φύση. Ωστόσο, οι Σοφιστές, ως μη φιλόσοφοι, δεν διείσδυσαν εις βάθος στη μελέτη της πραγματικής ουσίας του ανθρώπου. Αυτό ξεκίνησε με τον Σωκράτη, ο οποίος πρώτος θεώρησε την ψυχή ως την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή ως αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης, μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει αυτή τη στροφή του πνεύματος με τη φράση "ἐπὶ Σωκράτους δὲ [...], τὸ ζητεῖν τὰ περὶ φύσεως ἔληξε, περὶ δὲ τὴν χρήσιμον ἀρετὴν καἰ πολιτικὴν ἀπόκλιναν οἱ φιλοσοφοῦντες" (Περὶ ζῴων μορίων, 642 a 28 κ.εξ.).

Μαιευτική μέθοδος

Η μαιευτική ήταν η μέθοδος, η οποία, σε συνδυασμό με τη χρήση τηςειρωνείας, αποτελούσε χαρακτηριστικό της σωκρατικής διδασκαλίας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, ο Σωκράτης κατά τις συζητήσεις του, προσποιούμενος την πλήρη άγνοια για το θέμα που συζητούσε κάθε φορά, προσπαθούσε μέσα από ερωτήσεις να εκμαιεύσει την αλήθεια από τον συνομιλητή του.

Ουσιαστικά, ο Σωκράτης επωμιζόταν το ρόλο τηςσυνείδησηςκαι μέσα από αυτή τη διαδικασία ερωτήσεων και απαντήσεων δημιουργούσε ένα πνεύμα διαλόγου στη συζήτηση. Ο συνομιλητής, απαντώντας σ' αυτές τις ερωτήσεις, έφτανε σε ένα συμπέρασμα -στην αλήθεια για τον Σωκράτη- από μόνος του. Η μέθοδος ονομάστηκε μαιευτική , διότι όπως η μαία (επάγγελμα που έκανε και η Φαιναρέτη, μητέρα του Σωκράτη) φέρνει στον κόσμο το νεογνό, έτσι και ο Σωκράτης ή ο εκάστοτε συνομιλητής, που παίρνει το ρόλο της συνείδησης, εξάγει από τον συνομιλητή του την αλήθεια.

Διαλεκτική μέθοδος

Διαλεκτική σημαίνει "διάλογος". Πρόκειται για μία μορφή διαλόγου η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον Σωκράτη, κατά την οποία ο φιλόσοφος προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του στην ανακάλυψη της βαθύτερης αλήθειας των πραγμάτων, αυτής που μένει ανεξάρτητη από περιστάσεις και συνθήκες. Στη συγκεκριμένη μέθοδο, ο Σωκράτης άφηνε τον συνομιλητή του να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του σχετικά με το θέμα που συζητούσαν, θεωρώντας αρχικά, αυτή την άποψη ως ολοκληρωμένη και θεμελιωμένη. Στη συνέχεια, μέσα από τη διαδικασία ερωτήσεων και απαντήσεων, δείχνει μέσω απλοϊκών παραδειγμάτων τις ακραίες συνέπειες των απόψεων αυτών, αποδεικνύοντας έτσι τη σαθρότητα των επιχειρημάτων τους. Οδηγεί, λοιπόν, τον συνομιλητή του, στην ανακάλυψη νέων συμπερασμάτων και νέων προσεγγίσεων της αλήθειας.

Ο Σωκράτης και ο φιλοσοφικός στοχασμός

Έχει ειπωθεί για τον Σωκράτη πως «κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη γη», διότι χάρη στη δική του προσωπικότητα οι φιλόσοφοι έπαψαν να ασχολούνται με τα φυσικά φαινόμενα και άρχισαν να ασχολούνται με τον ίδιο τον άνθρωπο και την κοινωνία του. Στην πραγματικότητα, πολλοί φιλόσοφοι πριν το Σωκράτη ασχολήθηκαν με τα πολιτικά προβλήματα, ενώ ο Δημόκριτος ασχολήθηκε και με ζητήματα ηθικής. Ωστόσο, ο Σωκράτης ήταν εκείνος που πραγματικά έστρεψε το φιλοσοφικό στοχασμό σε αυτά τα θέματα. Ο λόγος που τα σωκρατικά ενδιαφέροντα σημάδεψαν κατά τέτοιο τρόπο την ιστορία της φιλοσοφίας, πρέπει να αναζητηθεί στον σωκρατικό τρόπο σκέψης, στο γεγονός δηλαδή πως ο Σωκράτης, δεν ενδιαφερόταν για τον ορθό τρόπο ζωής και δράσης είτε σε προσωπικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Και αντίθετα από τους σοφιστές, δεν ενδιαφέρθηκε γι' αυτά για χρησιμοθηρικούς σκοπούς. Θέλησε να δημιουργήσει ένα στέρεο έδαφος, πάνω στο οποίο θα μπορούσαν ύστερα να θεμελιωθούν, οριστικά και αμετάκλητα, οι έννοιες του καλού, της αρετής και της σοφίας. Όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι αναζητούσαν την πρώτη αρχή της δημιουργίας, έτσι και ο Σωκράτης αναζήτησε την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, που δεν επηρεάζεται από ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες αλλά ούτε από τη δυνατότητα της αντίληψης του κάθε ανθρώπου. Αναζήτησε το απόλυτο και απέρριψε το σχετικό, μελέτησε την ηθική ουσία και απέρριψε τα ηθικά φαινόμενα.

Επαγωγική συλλογιστική μέθοδος.

Για να φτάσει στην αρχή των ηθικών εννοιών, ο Σωκράτης χρησιμοποίησε την επαγωγική συλλογιστική μέθοδο, μέσω της οποίας σκόπευε να φτάσει στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων. Ξεκινούσε με παραδείγματα παρμένα από την καθημερινότητα και την εμπειρία του και αποσκοπούσε στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων, τα οποία ξεπερνούν την εμπειρία και φτάνουν στην απόλυτη γνώση ενός θέματος. Η διαδικασία αυτή είναι επιτυχής, όταν θα προκύψει ένας απόλυτος ορισμός για την αλήθεια του καλού και του κακού, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας, της σωφροσύνης και της άνοιας.

Ρήγας Φεραίος

Ο Ρήγας Φεραίος (Βελεστινλής) γεννήθηκε στο Βελεστίνο του νομού Μαγνησίας το 1757 από εύπορη οικογένεια. Το όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος Κυριτζής, συνηθισμένο επίθετο για την περιοχή του Βελεστίνου μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με θεωρίες το πραγματικό όνομα του Ρήγα ήταν Αντώνιος Κυριαζής ή Κυριτζής κάτι όμως που δεν είναι πλήρως επιβεβαιωμένο, ο ίδιος προτιμούσε να χρησιμοποιεί το όνομα Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Θεσσαλός και όχι Φεραίος, επίθετο που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες διανοούμενοι που ζούσαν στην εξορία, επειδή στην αρχαιότητα το Βελεστίνο ονομάζονταν Φερές. Ο παππούς του ονομάζονταν Κωνσταντίνος Κυριατζής ή Κυρατζής από το Περιβόλι Γρεβενών και εγκαταστάθηκε στο Βελεστίνο την εποχή που αυτό είχε γίνει Περιβολιώτικη παροικία στις αρχές του 18ου αιώνα. Η μητέρα του Μαρία είχε ακόμη έναν γιο των Κωνσταντίνο ο οποίος φημολογείται ότι συμμετείχε στην επανάσταση του 1821. Η οικογένεια του Ρήγα υπήρξε θύμα της τουρκικής μανίας. Ο ίδιος θα μείνει στην ιστορία ως Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός στοχαστής και επαναστάτης, με θαρραλέα ψυχή, πρόδρομος και πρωτεργάτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού καθώς και ως εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Οι πληροφορίες που έχουμε για την ζωή του Ρήγα και για τον ίδιος εν γένει προέρχονται από τον Χριστόφορο Περραιβό, στενό συνεργάτη και συναγωνιστή του αφού δεν υπάρχει καμία άλλη ουσιαστική γραπτή μαρτυρία ή άλλα πρόσωπα που να μπορούν να δώσουν πληροφορίες. Ο Ρήγας ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που έγιναν εθνικοί ήρωες θρύλοι και που θα συντηρούσαν και θα ενίσχυαν το εθνικό φρόνημα.

Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό, ο Ρήγας εγκατέλειψε την γενέτειρα του σε πολύ μικρή ηλικία και αφού πρότινος είχε πάρει την βασική του εκπαίδευση σε Βελεστίνο και Γρεβενά. Ήταν λάτρης της μάθησης και ο πατέρας του τον είχε στείλει στα Αμπελάκια για επιπλέον μόρφωση. Με την επιστροφή του από εκεί έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Σε ηλικία 23 ετών, γύρω στο 1780, πήγε στο Βουκουρέστι όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στις σχολές που βρίσκονταν κάτω από την προστασία Ελλήνων ηγεμόνων. Ταυτόχρονα γνώρισε τις αρχές της γαλλικής δημοκρατίας και μαγεύτηκε από αυτές. Σε ηλικία 28 ετών αναγκάστηκε να βρει καταφύγει στο Λιτόχωρο του Ολύμπου προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων μιας που είχε σκοτώσει έναν Τούρκο πρόκριτο για την δεσποτική του συμπεριφορά. Εκεί εντάχθηκε στην ομάδα των αρματολών στην οποία αρχηγός ήταν ο θείος του Σπύρος Ζήρας. Αργότερα θα βρεθεί στο Άγιο Όρος για μικρό χρονικό διάστημα, φιλοξενούμενος του ηγούμενου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία. Εκεί θα γνωρίσει και τον μοναχό Νικόδημο ο οποίος του είχε δώσει τα κλειδιά της περίφημης βιβλιοθήκης της Αθωνιάδας Σχολής για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Μετά την παραμονή του στο Άγιο Όρος, το 1785 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του και εντάχθηκε στο περιβάλλον των Φαναριωτών, πλούσιων Ελλήνων αστών παλιών αρχοντικών οικογενειών, οι οποίοι ήταν άνθρωποι ιδιαίτερα μορφωμένοι και ασχολούνταν συστηματικά με τις μεταφράσεις ξένων έργων, ενώ συχνά χρηματοδότησαν διάφορα έντυπα της εποχής που εκδίδονταν από Έλληνες. Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική, στην Ιταλική και τη Γερμανική γλώσσα. Εκεί γνώρισε και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη που αργότερα θα γινόταν αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε (1788) εγκαταστάθηκε στη Βλαχία – μια μεγάλη σε έκταση ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ρουμανίας που βρίσκεται βόρεια του ποταμού Δούναβη και νότια των Νοτίων Καρπαθίων Ορέων – ως διοικητικός υπάλληλος, συγκεκριμένα έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, αδελφός του παππού της Μαντώς Μαυρογένους και ταξίδεψε στο Βουκουρέστι σε ηλικία 30 ετών.

Ο Ρήγας δεν είχε μόνο μια ευαίσθητη καρδιά, αλλά και ένα υγιές και πρακτικό μυαλό. Επειδή, λοιπόν, πίστευε ότι – λόγω των εσωτερικών διαθέσεων των ομογενών του και λόγω των εξωτερικών συνθηκών της Ευρώπης – είχε φτάσει η ώρα για ένα γενικό ξεσηκωμό του έθνους, επωφελήθηκε από τις φιλικές σχέσεις που είχε συνάψει με τον ηγεμόνα Μαυρογένη. Σκοπός του λοιπόν ήταν να ξεκινήσει συνεννοήσεις και να δημιουργήσει τις κατάλληλες επαφές που θα τον βοηθούσαν στην οργάνωση του μεγαλεπήβολου σχεδίου του. Για τον σκοπό αυτό, πήρε ως συνεργάτες του πολλούς πλούσιους εμπόρους και προετοίμασε την αποστασία του δυνάστη της Βουλγαρίας Πασβάνογλου από την τουρκική κυβέρνηση. Επιπλέον, επικοινωνούσε αδιάκοπα μέσω αλληλογραφίας με διάφορους άλλους επίσημους Τούρκους και Αλβανούς, αλλά και με αρματολούς, επισκόπους και άλλους προύχοντες της Ελλάδας. Επίσης, για να διαφωτίσει το πνεύμα των ομογενών και να διεγείρει το φρόνημα τους, ασχολήθηκε με το συγγραφικό του έργο που τον έκανε να μείνει στην ιστορία την σύνταξη του Χάρτου της Ελλάδας, του Στρατιωτικού εγκολπίου, του Προσωρινού πολιτικού κανονισμού, και κυρίως με τους Ύμνους. Οι τελευταίοι που για 30 ολόκληρα χρόνια τους τραγουδούσαν οι πρόγονοι μας, θα γίνονταν το φιτίλι που πυροδότησε τη μεγάλη έκρηξη του 1821. Ομολογουμένως, αυτοί οι ύμνοι, και ιδιαίτερα ο Θούριος,

Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμε’ς τά στενά Μονάχοι’σαν λιοντάρια’ς ταις ράχαις, ς’ τά βουνά,

Σε εκείνα τα χρόνια οι ύμνοι αυτοί προκάλεσαν εντυπώσεις, συγκινήσεις και τέτοια ορμή, ώστε πρέπει να παραδεχτούμε ότι ανταποκρίνονται όχι μόνο στα συναισθήματα εκείνης της περιόδου, αλλά και στο επίπεδο παιδείας που διέθετε τότε το έθνος.

Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790) ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη όπου και έγινε η έδρα της επαναστατικής δράσης του, εκεί θα προσεγγίσει την επαναστατική βάση της Γαλλίας.. Στη Βιέννη τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς, έμπορους και σπουδαστές, ο συνταξιδιώτης του Χριστόδουλος Λάνγκελφελτ-Κιρλιανό. Σημαντικότεροι συνεργάτες του εκεί ήταν οι αδελφοί Πούλιου από την Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι στο επάγγελμα στο τυπογραφείο τους θα εκδώσει τα έργα του τον «Θούριο» και την «Χάρτα» που φιλοτεχνήθηκε από τον Αυστριακό λιθογράφο Φρανσουά Μίλλερ, την επαναστατική του προκύρηξη, το «Σχολείο των ντελικάτων Εραστών», το «Φυσικό απάνθισμα», το «Ηθικός Τρίπους», «Το σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας», «Τα Δίκαια του ανθρώπου» καθώς και το «Νέος Ανάχαρσις».

Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στη Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα τους τίτλους των οποίων αναφέραμε παραπάνω, που θα μπορούσαν να κατανοήσουν οι πολλοί και όχι μόνο οι λίγοι μορφωμένοι, καθώς και τη σύνταξη της «Χάρτας», όπως ήδη αναφέραμε, ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, που αποτελούνταν από επί μέρους τμήματα. Δύο χρόνια αργότερα ο Άνθιμος Γαζής, επιμελήθηκε μια νέα έκδοση της Χάρτας με τον τίτλο Πίναξ Γεωγραφικός της Ελλάδος, χωρίς όμως να αναφέρει το όνομα του Ρήγα για να αποφύγει την αυστροουγγρική λογοκρισία.

Εκτός από τις εκδοτικές του δραστηριότητες ο Ρήγας προετοίμαζε και την αναχώρηση του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσης του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα. Το 1792 η υπογραφή της Ρωσοτουρκικής συνθήκης ειρήνης στο Ιάσιο οδηγεί τις ελπίδες του Ρήγα για απελευθέρωση των Ελλήνων από τη Γαλλία και τον Βοναπάρτη. Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά την σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα ήταν ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνωμοτικός πυρήνας αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διέγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Το πιθανότερο και επικρατέστερο σενάριο που επικρατεί μέχρι σήμερα για τη σύλληψη του Ρήγα έχει σχέση με την τελευταία φάση προετοιμασίας του που συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων.

Ο Ρήγας συνελήφθει και φυλακίστηκε στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797 μαζί με τον Περραιβό. Έπειτα οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του ενώ ο Περραιβός είχε την τύχη να αφεθεί ελεύθερος. Η οθωμανική κυβέρνηση είχε από την αρχή απαιτήσει την παράδοση τους. Αντίστοιχα, η αυστριακή κυβέρνηση, ενώ αρχικά ήταν διστακτική, τελικά ενέδωσε. Αυτοί που συνελήφθηκαν ήταν συνολικά οκτώ. Από αυτούς, οι τρεις, ως υπήκοοι της Αυστρίας, καταδικάστηκαν σε ισόβια εξορία. Ο Ρήγας μαζί με τους υπόλοιπους παραδόθηκαν το 1798 στον πασά του Βελιγραδίου. Η πρώτη απόφαση ήταν να τους στείλουν στην Κωνσταντινούπολη. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο σήμαινε ότι θα περνούσαν από περιοχές στις οποίες είχε την κυριαρχία ο Πασβάνογλου – και επειδή ήταν γνωστό ότι αυτός ο μεγάλος επαναστάτης είχε ήδη κάνει κατάληψη σε όλες τις διόδους για να σώσει το φίλο του-, κρίθηκε ασφαλέστερο να τους εκτελέσουν στο Βελιγράδι. Τους άλλους τους σκότωσαβ πνίγοντας τους στον Ίστρο.

Τον Ρήγα, ο οποίος πρόβαλε αντίσταση και νίκησε τον Τούρκο που προσπάθησε να τον μεταφέρει, αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν με πυροβόλα όπλα. Αλλά, ακόμα και όταν είδε να μπαίνουν οι στρατιώτες που θα τον εκτελούσαν, τους φώναξε στα τούρκικα: «Έτσι πεθαίνουν τα παλικάρια. Αρκετό σπόρο έσπειρα. Αυτός θα βλαστήσει και το γένος μου θα μαζέψει το γλυκό καρπό του!». Ύστερα από τα προφητικά αυτά λόγια, πέθανε.

Πλάτωνας

Γεννήθηκε στην Αθήνα από αριστοκρατική οικογένεια. Γιος του Αρίστωνα και της Περικτιόνης, είχε ρίζες που έφταναν έως τον Κόδρο και το Σόλωνα. Απέκτησε ευρεία μόρφωση και φιλοδοξούσε να ασχοληθεί με την πολιτική. Η σταδιοδρομία όμως των θείων του, Χαρμίδη και Κριτία (δύο από τους Τριάκοντα τυράννους), τον απογοήτευσε και τον έκανε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του.

Σε ηλικία είκοσι ετών συνάντησε το Σωκράτη, εγκατέλειψε την ποίηση, υπήρξε μαθητής του για εννιά χρόνια και η διδασκαλία του διαμόρφωσε τη φιλοσοφική του σκέψη. Μετά τη θανατική εκτέλεση του Σωκράτη (399 π.Χ.), που σημάδεψε τη ζωή του, εγκατέλειψε την Αθήνα και έμεινε αρχικά στα Μέγαρα. Το επόμενο διάστημα ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Κυρήνη, όπου συνδέθηκε με πολλούς σοφούς. Έκανε επίσης τρία ταξίδια στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία (στο διάστημα 388-361 π.Χ.)ν εκεί γνώρισε τη φιλοσοφία των πυθαγορείων, τον Αρχύτα από τον Τάραντα, μυήθηκε στον ορφισμό και ανέπτυξε φιλία με τους τυράννους των Συρακουσών Διονύσιο Α', Διονύσιο Β' και με το Δίωνα, θείο του Διονυσίου Β'. Ωστόσο, δεν πέτυχε στα σχέδιά του να κάνει τους τυράννους φιλοσόφους βασιλείς και στο πρώτο του ταξίδι κινδύνευσε να πωληθεί ως δούλος.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα άνοιξε σχολή (387 π.Χ.), την Ακαδη- μία, στην οποία δίδαξε για μεγάλο χρονικό διάστημα· τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Σπεύσιππος (407-339 π.Χ.).

Το πλατωνικό έργο

Από το έργο του φιλοσόφου σώθηκαν 35 διάλογοι και 13 επιστολές. Σήμερα, θεωρούνται γνήσια έργα του 26 διάλογοι, η Απολογία Σωκράτους και η Εβδόμη επιστολή, που αποτελεί την πνευματική και πολιτική αυτοβιογραφία του Πλάτωνα. 

Η χρονολόγηση των έργων δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Στους πρώτους διαλόγους τίθενται ερωτήματα και ακολουθεί σχετική συζήτηση. Ακολουθούν τα μεγάλα έργα (Φαίδων, Συμπόσιον, Φαίδρος, Πολιτεία), όπου εμπεριέχονται οι απόψεις του Πλάτωνα για σημαντικά θεμελιακά ζητήματα.

Τέλος, έχουμε τα έργα στα οποία η πλατωνική σκέψη προσεγγίζει πιο ειδικά προβλήματα, κοσμολογικά και πολιτειακά.

Ο Διάλογος

Ο Πλάτων έδωσε στο έργο του διαλογική μορφή εκτός από την Απολογία και τις Επιστολές. Αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι και ο δάσκαλός του Σωκράτης δίδασκε διαλογικά και ο ίδιος πίστευε ότι η διάνοια είναι διάλογος της ψυχής με τον εαυτό της. Οι διάλογοι, εκτός από τους Νόμους, έχουν κύριο συνομιλητή το Σωκράτη και τιτλοφορούνται από το όνομα κάποιου από τα πρόσωπα που διαλέγονται μαζί του. Το Συμπόσιον, η Πολιτεία και οι Νόμοι έχουν τίτλο σχετικό με το περιεχόμενό τους. Στον πρόλογο κάθε διαλόγου γνωρίζουμε τον τόπο, τα πρόσωπα και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διεξάγεται η συζήτηση. Βασικά στοιχεία της συζήτησης είναι οι ερωταποκρίσεις, δηλαδή η διαλεκτική που εφαρμόζει ο Σωκράτης. Το συμπέρασμα διατυπώνεται με πολλές μορφές. Μερικές φορές η συζήτηση τελειώνει με έναν ορισμό κοινά αποδεκτό από τους συνομιλητές, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η συζήτηση δεν καταλήγει πουθενά και η λύση του προβλήματος αναβάλλεται. Άλλοτε, πάλι, το συμπέρασμα διατυπώνεται με μύθο. Γενικά, οι διάλογοι περιέχουν χαριτωμένες, ζωηρές και παιγνιώδεις σκηνές, και αποτελούν ένα φιλοσοφικό παιχνίδι (παιδιά, ή), γιατί ο Πλάτων πίστευε ότι το παιχνίδι έχει παιδευτική σημασία και όλα τα μαθήματα θα έπρεπε να γίνονται με μορφή παιχνιδιού.

Ο μύθος

Οι μύθοι είναι διάσπαρτοι στους μεγάλους διαλόγους του Πλάτωνα και αποκαλύπτουν τέλεια τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε το είδος αυτό της φιλοσοφικής διδαχής. Ο μύθος έχει αυτάρκεια και είναι μοναδικός· αποτελεί συστατικό μέρος του διαλόγου και παρεμβάλλεται, στην κατάλληλη στιγμή, για την αναζήτηση της αλήθειας. Ο μύθος αποτελεί ένα λόγο είκαστικό (= εικονιστικό) της

αλήθειας, γιατί μιλάει με εικόνες και σύμβολα. Λόγος και μύθος εκφράζουν τη δυναμικότητα του πλατωνικού έργου και γίνονται οι δύο πόλοι του διαλόγου. Ο Πλάτων με το μύθο προσπαθεί να εκφράσει την εμπειρία που δεν αποδεικνύεται λογικά. Ο έρωτας, η ελευθερία, ο θάνατος, η κρίση της ψυχής, η αμοιβή και η τιμωρία της κ.ά. είναι θέματα του φιλοσοφικού μύθου. Έξοχοι πλατωνικοί μύθοι είναι: το δακτυλίδι του Γύγη για τη δικαιοσύνη, ο μύθος της Διοτίμας για τον έρωτα, του Προμηθέα και του Επιμηθέα για τη γένεση του κόσμου, η αλληγορία του σπηλαίου για την παιδεία, ο μύθος των τζιτζικιών για τη μουσική, ο μύθος της ψυχής κ.ά. Όλοι οι μύθοι προβάλλονται επιβλητικά, με την τέχνη της δραματικής αναπαράστασης, με μορφές ποιητικές.

Γλώσσα – Ύφος

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Πλάτων είναι η καθαρή αττική διάλεκτος, με ποιητικές επιδράσεις. Οι φράσεις του άλλοτε είναι σύντομες και άλλοτε εκτεταμένες, ενώ μερικές φορές δεν αποφεύγει τις συντακτικές ανακολουθίες μιμούμενος το ύφος του προφορικού λόγου. Πολλά σημεία των διαλόγων είναι απλά, με κοινές λέξεις και παροιμίες· άλλα πάλι είναι πιο σύνθετα, με περιγραφές και εκτενείς στοχασμούς. Ως προς την πυκνότητα του ύφους, μπορεί να συγκριθεί με το Θουκυδίδη.

Διαίρεση του έργου του
Περίοδος νεότητας
Απολογία Σωκράτους
Ο Σωκράτης εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να 
απολογηθεί, αποκρούει τις κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του για αθεΐα και διαφθορά και αναφέρεται στη ζωή και τη δράση του. Στη συνέχεια, κάνει τις αντιπροτάσεις του για την ποινή που πρέπει να του επιβληθεί και τέλος απευθύνεται προς τους δικαστές που τον καταδίκασαν σε θάνατο, αλλά και σε αυτούς που τον αθώωσαν.

Κρίτων (ή περί του πρακτέου· ηθικός = αναφερόμενος στην ηθική).

Ο Κρίτων, μαθητής του Σωκράτη, τον επισκέπτεται νύκτα στη φυλακή, για να τον πείσει να δραπετεύσει και να σωθεί. Ο φιλόσοφος αρνείται να παραβεί τους νόμους, διδάσκοντας με τη στάση του ότι κάθε πολίτης πρέπει να υπακούει στους νόμους της πατρίδας του,

ακόμη και στην περίπτωση που αυτή τον αδικεί. Με τη στάση του αυτή ο Σωκράτης απέδειξε τη συνέπεια λόγων και έργων.

Ίων (ή περί Ιλιάδος· πειραστικός = δοκιμαστικός, με βάση την άγνοια του συνομιλητή).

Υπόθεσή του είναι η Ιλιάδα. Συζητούν ο Σωκράτης και ο Ίων, ραψωδός από την Έφεσο. Ο Σωκράτης διατυπώνει την άποψη να μη μένει κανείς στην εκμάθηση των επών, αλλά να εμβαθύνει και στη «διάνοια» του ποιητή. Η ποίηση είναι θέμα έμπνευσης, όχι λογικής επεξεργασίας.

Λάχης (ή περί ανδρείας· μαιευτικός = αυτός που εξάγει την ορθή απάντηση).

Οι στρατηγοί Λάχης και Νικίας συζητούν με το Σωκράτη για την ανδρεία, στην οποία δίνονται πολλοί ορισμοί. Η συζήτηση δεν οδηγεί σε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό.

Χαρμίδης (ή περί σωφροσύνης· πειραστικός).

Υπόθεσή του είναι η σωφροσύνη, στην οποία δίνονται πολλοί ορισμοί, με τελευταίο εκείνον που συμπίπτει με το «γνώθι σαυτόν».

Λύσις (ή περί φιλίας· μαιευτικός).

Η συζήτηση γίνεται για το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει στη ζωή του ανθρώπου η φιλία, ως τελικός σκοπός των αισθημάτων μας.

Πρωταγόρας (ή σοφισταί· ενδεικτικός = αποδεικτικός).

Ο διάλογος γίνεται στην οικία του Καλλία, όπου φιλοξενούνται οι σοφιστές Πρωταγόρας, Ιππίας και Πρόδικος. Εκεί προσέρχονται και ο νεαρός Ιπποκράτης με το Σωκράτη. Αρχικά, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το «διδακτόν» ή μη της αρετής. Ο Πρωταγόρας αποφαίνεται ότι η αρετή είναι δυνατό να διδαχθεί, ενώ ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι όσοι επαγγέλλονται το διδάσκαλο της αρετής δεν είναι ικανοί γι’ αυτό. Στη συνέχεια, συζητείται η σχέση δικαιοσύνης, οσιότητας, σωφροσύνης, σοφίας και ανδρείας. Ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι όλα αυτά διαφέρουν μεταξύ τους. Ο Σωκράτης, αντίθετα, υποστηρίζει ότι πρόκειται για όψεις της αυτής ενιαίας αρετής. Ο διάλογος τελειώνει με την εναλλαγή των θέσεων για το «διδακτόν» και την αποδοχή της άποψης ότι το θέμα της αρετής χρειάζεται πολλή έρευνα ακόμη.

Ευθύφρων (ή περί του οσίου· πειραστικός).

Υπόθεση του διάλογου αποτελεί το περιεχόμενο του οσίου (= ευσεβούς). Για τη φύση της ευσέβειας συζητούν ο Σωκράτης με τον Ευθύφρονα, γνώστη της μαντικής.

Περίοδος ωριμότητας

Γοργίας (ή περί ρητορικής· ανατρεπτικός = που αναιρεί τους λόγους των άλλων).

Το θέμα που συζητείται είναι η σύγκρουση της φιλοσοφικής ηθικής με τη ρητορική και νικήτρια αναδεικνύεται η πρώτη. Στο τέλος της συζήτησης γίνεται αποδεκτό ότι είναι προτιμότερο να αδικείται κανείς παρά να αδικεί, ότι η δίκαιη τιμωρία είναι καλύτερη από την ατιμωρησία και ότι πρέπει να είναι κανείς και όχι να φαίνεται δίκαιος. Η ρητορική οφείλει να υπηρετεί το δίκαιο. Το άδικο δεν υπερισχύει του δικαίου. Το θέμα θα ξανασυζητηθεί στην Πολιτεία.

Ευθύδημος (ή εριστικός· ανατρεπτικός).

Ο Σωκράτης διακωμωδεί τους σοφιστές, επειδή δεν ασχολούνται με την ανεύρεση της αλήθειας, αλλά προσπαθούν να αποσπάσουν τον έπαινο των ακροατών τους με σοφιστικές ερωτήσεις και εριστική δεξιοτεχνία.

Ιππίας ελάττων (ή περί του ψεύδους· ανατρεπτικός).

Θέμα της συζήτησης είναι η εξέταση του ψεύδους και η προσπάθεια ορισμού του ωραίου, με αφορμή την αξιολόγηση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.

Ιππίας μείζων (η περί του καλού· ανατρεπτικός).

Έχει θέμα τον ορισμό του ωραίου και την αναζήτηση της αλήθειας και της γνώσης, ως σκοπού την ύπαρξης του ανθρώπου.

Κρατύλος (ή περί ορθότητος ονομάτων· λογικός = αναφερόμενος στην ορθή κρίση).

Διατυπώνονται απόψεις για τη φιλοσοφία της γλώσσας (η γλώσσα είναι φυσικό δημιούργημα ή κοινωνικό-συμβατικό;) και την ορθή σημασία των ονομάτων.

Μένων (ή περί αρετής· πειραστικός).

Συζητείται αν η αρετή μπορεί να διδαχθεί ή να ασκηθεί ή αν δίνεται στους ανθρώπους από τη φύση. Το ίδιο θέμα του διδακτού της αρετής συζητείται και στον Πρωταγόρα. Στο Μένωνα αποδεικνύεται ότι η λογική ικανότητα υπάρχει φύσει στον καθένα. Οι απόψεις που διατυπώνονται κατευθύνουν στη διαμόρφωση της θεωρίας των Ιδεών. Επειδή η συζήτηση για τη φύση της αρετής οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, ο Σωκράτης κάνει λόγο για την ανάμνηση, την ικανότητα δηλαδή της ψυχής να ξαναθυμάται τα πράγματα που είδε στις περιπλανήσεις της στη γη και στον Κάτω κόσμο.

Μενέξενος (ή επιτάφιος· ηθικός).

Πρόκειται για ρητορικό λόγο. Ο Σωκράτης συναντά το φίλο και μαθητή του Μενέξενο, που έρχεται από το Βουλευτήριο, όπου έχει μεταβεί, για να πληροφορηθεί το όνομα του ρήτορα ο οποίος θα εκφωνούσε τον επιτάφιο λόγο για όσους έπεσαν στον πόλεμο. Διαφωνώντας με τη συνήθεια των ρητόρων να έχουν εκ των προτέρων έτοιμους τους λόγους, ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι και ο ίδιος θα μπορούσε να εκφωνήσει επιτάφιο. Άλλωστε, αναφέρεται ότι είχε διδαχθεί τη ρητορική από την Ασπασία, σύζυγο του Περικλή καταγόμενη από τη Μίλητο, περίφημη για τη μόρφωσή της. Έπειτα από παράκληση του Μενέξενου, ο Σωκράτης πείθεται να απαγγείλει τον επιτάφιο της Ασπασίας, ο οποίος αναφέρεται στην ανδρεία των πεσόντων, στην πολιτεία των Αθηναίων και στα λαμπρά έργα της πόλης.

Συμπόσιον (ή περί έρωτος· ηθικός).

Σε συμπόσιο που οργάνωσε ο τραγικός ποιητής Αγάθων εγκωμιάζεται ο θεός Έρωτας. Ο λόγος του Σωκράτη παραπέμπει στη συνομιλία του με τη μάντισσα Διοτίμα για τη φύση του Έρωτα, ουσιαστικά όμως απηχεί συνομιλία με την ψυχή του. Ο Αριστοφάνης, για να δείξει ότι ο έρωτας είναι έμφυτος σε όλους τους ανθρώπους, θα πλάσει μύθο, σύμφωνα με τον οποίο τα δύο φύλα αρχικά ήταν συνενωμένα και διαχωρίστηκαν από τον Απόλλωνα. Ο διάλογος κλείνει με τον Αλκιβιάδη που πλέκει το εγκώμιο του Σωκράτη.

Φαίδων (ή περί ψυχής· ηθικός).

Ο διάλογος συμπίπτει με την ημέρα της θανατικής εκτέλεσης του Σωκράτη. Ο δάσκαλος βρίσκεται στη φυλακή και συζητάει με τους φίλους του για την αθανασία της ψυχής. Στο τέλος του διαλόγου περιγράφονται οι τελευταίες συγκινητικές στιγμές του Σωκράτη.

Πολιτεία (ή περί του δικαίου· πολιτικός).

Αποτελείται από 10 βιβλία. Ορίζονται η έννοια, η προέλευση και ο σκοπός της δικαιοσύνης και γίνεται αναφορά στο σχηματισμό των κρατών. Η περί δικαίου θεωρία συσχετίζεται με τη διάκριση των τάξεων. Υποστηρίζεται ότι οι κυβερνήτες πρέπει να διαθέτουν σοφία, οι πολεμιστές ανδρεία, ενώ η σωφροσύνη πρέπει να υπάρχει σε όλους. Επισημαίνεται ότι η δικαιοσύνη απαιτεί από τον καθένα να ασχολείται με την εργασία του, χωρίς να παρεμποδίζει τους άλλους. Παρουσιάζονται οι αρχές της ιδανικής πολιτείας και εξαίρεται η σημασία και η θεμελιακή θέση της παιδείας (μύθος του σπηλαίου). Η παιδεία θεωρείται η μόνη οδός για τη γνώση της αλήθειας, τη γνώση των Ιδεών και τη θέαση (= ενατένιση) του Αγαθού. Τέλος, γίνεται λόγος για τα πολιτεύματα [τιμοκρατία (= εξουσία ανάλογα με τον πλούτο), ολιγαρχία, δημοκρατία, τυραννίδα] και ο διάλογος κλείνει με το μύθο του θανάτου και της μεταθανάτιας κρίσης.

Γεροντική περίοδος

Θεαίτητος (ή περί επιστήμης· πειραστικός).

Θέμα της συζήτησης είναι η επιστήμη (= γνώση) και τα είδη της. Το συμπέρασμα των συνομιλητών είναι ότι η γνώση, που απορρέει από τη λογική, διαχωρίζεται από τη γνώση που προκύπτει απο την εμπειρία.

Παρμενίδης (ή περί ιδεών· λογικός).

Ο Σωκράτης αμφισβητεί τις απόψεις του Ζήνωνα και εκθέτει τη θεωρία για την ύπαρξη των Ιδεών. Ο Παρμενίδης διατυπώνει αντιρρήσεις που οδηγούν το Σωκράτη σε αμηχανία. Ο Πλάτωνας παραδέχεται ότι μόνο με τη διαλεκτική μπορούν να προωθηθούν τα προβλήματα αυτά.

Σοφιστής (ή περί του όντος· λογικός).

Αναπτύσσεται η θεωρία του Είναι (= η σταθερή και αμετάβλητη πραγματικότητα σε αντιδιαστολή προς το γίγνεσθαι —εξέλιξη— και το φαίνεσθαι), συζητείται η φύση του σοφιστή, η αντίθεσή του προς το φιλόσοφο, ενώ ασκείται κριτική των σοφιστικών θεωριών περί του όντος.

Φαίδρος (ή περί καλού· ηθικός).

Ο Φαίδρος και ο Σωκράτης, περνώντας ανυπόδητοι τον Ιλισό, κάθονται στην πυκνή σκιά ενός πλατανιού. Εκεί συζητούν για κάποιον ερωτικό λόγο του ρήτορα Λυσία. Ο Σωκράτης διατυπώνει επικριτικές απόψεις για το λόγο και ύστερα από παράκληση του Φαίδρου αναφέρεται στη ρητορική, στον έρωτα και στην ψυχή. Παραβάλλει το λογικό μέρος της ψυχής (λογιστικόν) με ηνίοχο ο οποίος προχωρεί με άρμα (ξυνωρίς) που σέρνουν άλογαν το ένα είναι ήμερο (θυμοειδές), τιθασεύεται εύκολα και θέλει να φέρει το άρμα στον κόσμο των Ιδεών, ενώ το άλλο (έπιθυμητικόν) προσπαθεί να παρασύρει τον ηνίοχο και να φέρει το άρμα στα γήινα και στα κατώτερα πράγματα. Ο ηνίοχος, όμως, πρέπει να προσπαθήσει ώστε να μην υπερισχύσει το δεύτερο άλογο, γιατί τότε θα εξαθλιωθεί η ψυχή. Η περί ψυχής θεωρία σχετίζεται με τη διάκριση των τάξεων στην Πολιτεία. 

Πολιτικός (ή περί βασιλείας [= πολιτικής τέχνης]· λογικός).

Θέμα του διαλόγου είναι η φύση του πολιτικού άνδρα. Οι συνομιλητές παραδέχονται ότι ο «πολιτικός ανήρ» κατέχει τη γνώση και στο πρόσωπό του ολοκληρώνεται το πολιτικό ιδεώδες.

Φίληβος (ή περί ηδονής· ηθικός).

Κεντρικό θέμα του είναι η ηδονή, η ηθική φιλοσοφία και η ψυχολογία. Πραγματεύεται το θέμα της ηδονής και το ερώτημα αν η ηδονή ή η φρόνηση είναι το ύψιστο αγαθό.

Τίμαιος (η περί φύσεως· φυσικός = αναφερόμενος στη φύση και την αρχική αιτία των πραγμάτων).

Πραγματεύεται θέματα που σχετίζονται με την ιστορία της δημιουργίας του κόσμου (μύθος της Ατλαντίδας), συνοψίζοντας τις δοξασίες των προσωκρατικών.

Κριτίας (ή Ατλαντικός· ηθικός)’

Θέμα του είναι η Ατλαντίδα, που αντιτίθεται στην ιδανική αρχαία Αθήνα. Περιγράφεται η άνετη ζωή των κατοίκων της και η τιμωρία τους (καταποντισμός) από το Δία εξαιτίας της πλεονεξίας τους. Ο διάλογος δεν ολοκληρώθηκε.

Νόμοι (ή περί νομοθεσίας· πολιτικός).

Το έργο αποτελείται από 12 βιβλία και ένα επίμετρο («ΙΕπινομίς») που πραγματεύεται την επιστήμη των αριθμών. Τα πρόσωπα του διαλόγου (απουσιάζει ο Σωκράτης) συζητούν για την ίδρυση μιας πόλης στην οποία την εξουσία θα έχουν οι νόμοι. Κύρια θέματα των συνομιλητών είναι η επιλογή της τοποθεσίας, ο αριθμός των πολιτών, το εκπαιδευτικό σύστημα και το νομοθετικό πλαίσιο της πόλης. Στο έργο δε γίνεται αναφορά της θεωρίας των Ιδεών και τα πράγματα αντιμετωπίζονται με τρόπο περισσότερο θετικό και ρεαλιστικό.

Οι βασικές αρχές της φιλοσοφίας του

Η πλατωνική φιλοσοφία διαμορφώθηκε σταδιακά και η εξέλιξή της γνώρισε πολλές φάσεις. Τα προγενέστερα φιλοσοφικά ρεύματα (Ηράκλειτου, Σωκράτη, Πυθαγορείων και Ελεατών) συνέβαλαν σημαντικά στη δημιουργία της. Αρχικά, ακολούθησε τις σωκρατικές απόψεις για θέματα όπως η έννοια της ψυχής, της αρετής και της γνώσης. Η φιλοσοφία του συνδέθηκε στενά με τη φιλοσοφία των Πυθαγορείων, τα Μαθηματικά και τη Γεωμετρία, που τον βοήθησαν στην προώθηση της σκέψης και της κοσμοθεωρίας του.

Η θεωρία των Ιδεών 

Κυρίαρχη θέση στη φιλοσοφία του Πλάτωνα κατέχει η θεωρία των Ιδεών. Σύμφωνα με αυτήν, παράλληλα με τον αισθητό κόσμο, υπάρχει ο πραγματικός κόσμος των Ιδεών (των όντως όντων), που είναι προσιτός μόνο στο νου και όχι στις αισθήσεις. Ο αισθητός κόσμος μεταβάλλεται συνεχώς, φθείρεται και η δημιουργία του προσδιορίζεται χρονικά. Αντίθετα, ο κόσμος των Ιδεών είναι αιώνιος και αμετάβλητος. Ο αισθητός κόσμος, λόγω της μεταβολής και της φθοράς στις οποίες υπόκειται, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της γνώσης, που πρέπει να είναι σταθερή και αιώνια. Στην κορυφή των Ιδεών ο Πλάτων τοποθετεί την ιδέα του αγαθού, το οποίο αποτελεί τον απώτατο σκοπό του κόσμου και συμπίπτει με την έννοια του θεού. Ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στις Ιδέες μόνο με τη λογική, που είναι απαλλαγμένη από τις αισθήσεις και αυτή με τη σειρά της οδηγεί στην επιστήμη.

Στον υπερβατικό χώρο της ιδέας του αγαθού ή του θεού βρίσκεται και η έννοια της ψυχής, η οποία κατέχει επίσης κεντρική θέση στην πλατωνική φιλοσοφία. Ο άνθρωπος ζούσε κάποτε σαν άυλη ψυχή, αλλά κατέληξε στον υλικό κόσμο και απέκτησε σώμα, που είναι δεσμωτήριο της ψυχήςν γι’ αυτό πρέπει να αποδυθεί σε έναν αγώνα, προκειμένου να απαλλαγεί από την ύλη και με το θάνατό του να επανέλθει στον κόσμο των Ιδεών. Αν δεν το κατορθώσει, η ψυχή του επανέρχεται στη ζωή και μετενσωματώνεται.

Ιδεώδης πολιτεία

Άμεση σχέση με την ανθρώπινη ζωή έχουν η πολιτική και η ηθική, που αποτελούν βασικά θέματα της διαλεκτικής του Πλάτωνα και πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά, προκειμένου να υπάρξει ιδεώδης πολιτεία. Η αρμονία όμως αυτή προϋποθέτει καταμερισμό έργων σε τρεις τάξεις: Στην τάξη των βιοτεχνών, των γεωργών και των εμπόρων ανατίθεται η φροντίδα για τα υλικά αγαθά. Στις τάξεις των φυλάκων και των αρχόντων ανατίθενται, αντίστοιχα, η φρούρηση και η κυβέρνηση, αφού αποκτήσουν την απαιτούμενη για τους σκοπούς αυτούς εκπαίδευση. Για να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που προέρχονται από το προσωπικό συμφέρον, ο Πλάτων προτείνει την κοινοκτημοσύνη των περιουσιών στις δύο ανώτερες κοινωνικές τάξεις.

Η διάκριση των τάξεων μπορεί να παραλληλιστεί με τα τρία μέρη της ψυχής που διακρίνει ο Πλάτων και έτσι διαμορφώνεται το σύστημα:

άρχοντες – λογιστικόν – σοφία φύλακες – θυμοειδές – ανδρεία δημιουργοί – επιθυμητικόν – σωφροσύνη. 

Τη δικαιοσύνη την κατατάσσει ως τέταρτη αρετή, η οποία βρίσκεται σε όλες τις άλλες και πάνω από όλες, γιατί μόνο με αυτήν εξασφαλίζεται η αρμονία του συνόλου.

Όσα υποστηρίζει ο Πλάτων για την ιδανική πολιτεία αποδεικνύουν ότι δεν ήταν μόνο μεταφυσικός αλλά και πολιτικός φιλόσοφος. Διαφωνούσε με τη δημοκρατία της εποχής του, με την κυριαρχία των πλουσίων και την αδικία που επικρατούσε σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο οραματιζόταν την ιδανική πολιτεία, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ· αποτέλεσε όμως στόχο των φιλοσόφων που εμπνεύστηκαν από τις απόψεις του.

Επίδραση

Η φιλοσοφία του Πλάτωνα μελετήθηκε σε βάθος σε όλους τους αιώνες και δεν έπαψε να συγκινεί και να ενδιαφέρει, μέχρι σήμερα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας τη χρησιμοποίησαν, για να συστηματοποιήσουν τη χριστιανική διδασκαλία. Στους χρόνους της Αναγέννησης άσκησε επίσης δημιουργική επιρροή. Στα νεότερα χρόνια, όλο και περισσότερο οι άνθρωποι επικαλούνται τον Πλάτωνα στην προσπάθειά τους να δώσουν λύσεις σε προβλήματα που τους απασχολούν. Η πλατωνική φιλοσοφία εξακολουθεί να ασκεί, έως τις μέρες μας, γόνιμη επίδραση.

1. Ονομάστηκε «Ακαδημία» από τον τόπο της ίδρυσής της, στην Ακαδήμεια, που ήταν δήμος έξω από την πόλη, στο δρόμο προς την Ελευσίνα· Η σχολή λειτούργησε μέχρι το 529 μ.Χ., οπότε έκλεισε με διάταγμα του Ιουστινιανού.

[Ακαδήμεια, αρχικά Εκαδήμεια [εκάς = (μακριά) + δήμος], μάλλον από έναν προελληνικό ήρωα, τον Ακάδημο ή Εκάδημο.

Μέγας Αλέξανδρος

ΑλέξανδροςΓ ́ ο Μέγας (356 - 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας, ο πιο μεγάλος στρατιωτικός της αρχαιότητας και ένας από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών.

Η καταγωγή και η γέννησή του. Ο Αλέξανδρος θεωρούσε τον εαυτό του γιο του θεού των Αιγυπτίων Άμμωνα Δία και απόγονο του Αχιλλέα και του Ηρακλή, πράγμα που πίστευαν και οι σύγχρονοί του, επειδή δεν μπορούσαν αλλιώς να εξηγήσουν τη θαυμαστή προσωπικότητά του. Οι φυσικοί του όμως γονείς ήταν ο Φίλιππος Β ́ της Μακεδονίας και η Ολυμπιάδα, κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Η καταγωγή του λοιπόν ήταν δωρική, διότι και οι Μακεδόνες και οι Ηπειρώτες ήσαν Δωριείς.

Λένε πως η γέννησή του προαναγγέλθηκε με θαυμαστά σημεία. Κατά τον Πλούταρχο η Ολυμπιάδα κατά την πρώτη νύχτα του γάμου της νόμισε ότι ακούστηκε βροντή και έπεσε κεραυνός στην κοιλιά της. Από την πληγή που άνοιξε έβγαινε πολλή φωτιά και διασκορπιζόταν σε φλόγες που διαλύονταν. Ο Φίλιππος επίσης ονειρεύτηκε κάποιο βράδυ ότι έβαζε σφραγίδα στην κοιλιά της γυναίκας του. Η σφραγίδα, όπως νόμιζε, παρίστανε λιοντάρι. Ερμηνεύοντας τα σημάδια αυτά ο μάγος Αρίστανδρος είπε ότι η Ολυμπιάδα θα γεννήσει γιο ορμητικό και λεοντόκαρδο.

Και η γέννησή του συνοδεύτηκε με καλούς οιωνούς. Την ημέρα που ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πέλλα, ο Φίλιππος έπαιρνε τρεις ευχάριστες ειδήσεις: τα άλογά του είχαν νικήσει στους Ολυμπιακούς αγώνες, ο στρατός του είχε καταλάβει την Ποτίδαια και ο στρατηγός του Παρμενίωνας είχε νικήσει τους Ιλλυριούς.

Η παιδική και νεανική του ηλικία. Ο πρώτος παιδαγωγός του Αλέξανδρου ήταν ο συγγενής της μητέρας του Λεωνίδας, που χρησιμοποιούσε και πολλούς άλλους βοηθούς στο έργο που είχε αναλάβει. Όταν ο Αλέξανδρος έγινε 13 χρονών, είχε τη μεγάλη τύχη να σπουδάσει κοντά στο φιλόσοφο Αριστοτέλη. Επί τρία χρόνια στη Μίεζα της Μακεδονίας άκουσε τα μαθήματα του φιλοσόφου με μία μικρή συντροφιά εκλεκτών συμμαθητών του και διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του. Ιδιαίτερη αγάπη έδειχνε για την «Ιλιάδα» του Ομήρου, την οποία είχε σχολιάσει για το μεγάλο του μαθητή ο Αριστοτέλης και την οποία εκείνος δεν αποχωρίστηκε σ' όλη του τη ζωή. Τον συγκινούσαν επίσης οι τραγωδίες, η μουσική και η λυρική ποίηση, ιδίως του Πινδάρου, τον οποίο τόσο εκτιμούσε, ώστε όταν αργότερα έκαψε τη Θήβα, έδωσε εντολή να μην πειραχτεί το σπίτι του μεγάλου αυτού Θηβαίου ποιητή. Διδάχτηκε ακόμα από τον Αριστοτέλη ηθική, ρητορική, πολιτική, φυσική, μεταφυσική, ιατρική, γεωγραφία κλπ. και από τον πατέρα του την τέχνη της διακυβέρνησης του κράτους. Έτσι στα 16 χρόνια του ο Φίλιππος εμπιστεύτηκε στα νεανικά χέρια του Αλέξανδρου την αντιβασιλεία, όταν ο ίδιος εκστράτευσε εναντίον του Βυζαντίου. Τότε δόθηκε η ευκαιρία στον Αλέξανδρο να κάνει την πρώτη εκστρατεία του εναντίον των Θρακών, τους οποίους νίκησε και ίδρυσε στη χώρα τους την πρώτη στρατιωτική αποικία, την οποία γεμάτος περηφάνια ονόμασε Αλεξανδρούπολη.

Ύστερα από δύο χρόνια ο Αλέξανδρος πήρε μέρος στη μάχη εναντίον των Θηβαίων, στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και η συμβολή του έκρινε την έκβαση της μάχης. Τότε ο πατέρας του τον έστειλε ως πρεσβευτή στην Αθήνα κατά τη μεταφορά της στάχτης των Αθηναίων νεκρών της μάχης αυτής. Ήταν η πρώτη αλλά και η τελευταία φορά που επισκέφτηκε την Αθήνα. Οι εντυπώσεις του όμως από την ιερή πόλη της Αθηνάς έμειναν άσβηστες στη μνήμη του.

3. Ο Αλέξανδρος βασιλιάς (336 π.Χ.). Ήταν 20 χρονών ο Αλέξανδρος, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του. Ο νεαρός βασιλιάς είχε να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό τους μνηστήρες του θρόνου και στο εξωτερικό τους βαρβάρους, που επαναστάτησαν, μόλις έμαθαν το θάνατο του Φιλίππου. Αλλά και οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν την περίσταση κατάλληλη, για να καταλύσουν τη μακεδονική κυριαρχία. Ο Αλέξανδρος δε δίστασε ούτε στιγμή, αλλά ενέργησε με αστραπιαία ταχύτητα προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο δολοφόνος του πατέρα του και τρεις αδερφοί του, που διεκδικούσαν το θρόνο, εκτελούνται αμέσως. Αφού έτσι εξασφάλισε τη ηρεμία και την ασφάλεια στο εσωτερικό του κράτους του, εκστράτευσε αυτοπροσώπως εναντίον της νότιας Ελλάδας, κατέπνιξε στη γέννεσή της την επανάσταση και αναγνωρίστηκε από όλους ως αρχηγός της εκστρατείας όλων των Ελλήνων εναντίον των Περσών.

Απερίσπαστος κατόπι στρέφεται εναντίον των εξωτερικών εχθρών. Πρώτα αναγκάζει τους Θράκες, τους Τριβαλλούς και τους Γαίτες να συνθηκολογήσουν και τους Κέλτες να ζητήσουν τη φιλία του. Μετά κατευθύνεται εναντίον της Ιλλυρίας και συντρίβει το στρατό του βασιλιά της Κλείτου. Στο μεταξύ αποστατούν πάλι οι νότιοι Έλληνες, εναντίον των οποίων επανέρχεται ορμητικός ο Αλεξάνδρος, τους υποτάσσει και καταστρέφει από τα θεμέλια τη Θήβα, που ήταν το κέντρο της αποστασίας, εκτός από τα ιερά και το σπίτι του Πινδάρου.

Η εκστρατεία στην Ασία. Την άνοιξη του 334 π.Χ. είναι πανέτοιμος για την εκστρατεία της Ασίας. Το εκστρατευτικό του σώμα αποτελείται από 32.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Τα πιο επίλεκτα τμήματά του είναι οι «εταίροι» του ιππικού, οι «πεζέταιροι» και οι «υπασπισταί των εταίρων». Κυριότερο όπλο είναι η ~10814 σάρισα, που η μικρότερη δεν είναι λιγότερο από 5,50 μ. και κάθε επιθετική μονάδα ονομάζεται «φάλαγξ». Ο στρατός αυτός αποτελείται όχι μόνον από Μακεδόνες, αλλά και από βαλκανικά φύλα (Παίονες, Θράκες, Αγριάνες, Τριβαλλούς και Ιλλυριούς), Θεσσαλούς ιππείς, Ακαρνάνες, Αιτωλούς, Κρήτες και Μικρασιάτες Έλληνες.

Εκτός από το ιππικό και το πεζικό υπάρχουν και άλλα τμήματα. Είναι οι πολιορκητικές μηχανές, το μηχανικό, η επιμελητεία τροφίμων, τα σκευοφόρα, το υγειονομικό, οι διαβιβάσεις κλπ. Και πάνω σ' όλο αυτόν τον τεράστιο και πολυδαίδαλο μηχανισμό κυριαρχεί ο Αλέξανδρος, ο οποίος ως ανώτατος αρχηγός διευθύνει τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στο έργο του βοηθείται από άξιους στρατηγούς, όπως είναι ο Παρμενίωνας και οι γιοι του Φιλώτας και Νικάνορας, Κρατερός, Κοινός, Μελέαγρος, Κλείτος, Κάζας, Αντίγονος κ.ά. Τον περιβάλλουν επίσης αφοσιωμένοι σωματοφύλακες και πιστοί σύμβουλοι. Ακόμα οι «αμφ' αυτόν εταίροι», ανάμεσα στους οποίους διακρίνονται ιδιαίτερα οι Άρπαλος, Σέλευκος, Νέαρχος, Ευμένης, Δημάρατος, Στησάνορας, Πτολεμαίος, Ηφαιστίωνας,

Περδίκκας, Λεονάτος κ.ά. Με όλους αυτούς, καθώς και με την ισχυρή και σοφή τακτική του, ο Αλέξανδρος κατορθώνει το μεγαλύτερο στρατιωτικό αποτέλεσμα των αρχαίων χρόνων.

Οι πρώτες νίκες. Ο Αλέξανδρος, αφού άφησε επίτροπό του στη Μακεδονία τον Αντίπατρο, διέσχισε τη Θράκη και έφτασε στον Ελλήσποντο. Εκεί συνάντησε το στόλο του, που τον αποτελούσαν 160 πολεμικά και πολλά μεταγωγικά πλοία. Με αυτά πέρασε απέναντι στην Τροία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του Αχιλλέα και έκανε θυσίες πάνω σ' αυτόν.

Την πρώτη αντίσταση των Περσών τη συνάντησε στις όχθες του Γρανικού ποταμού. Στη μάχη, που προσωπικά διεύθυνε ο ίδιος, κινδύνεψε να σκοτωθεί. Οι Πέρσες τελικά δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την ορμή των Μακεδόνων και υποχώρησαν άτακτα, προσφέροντας έτσι την πρώτη νίκη στον Αλέξανδρο. Από τα λάφυρα που άφησαν στο πεδίο της μάχης οι βάρβαροι, έστειλε 300 πανοπλίες στην Αθήνα, για να κοσμήσουν με αυτές τον Παρθενώνα. Στην αφιερωματική επιγραφή έδωσε εντολή να γραφτούν τα εξής: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν οικούντων». Εξαιρούσε τους Λακεδαι- μόνιους και τους στιγμάτιζε μ' αυτόν τον τρόπο, διότι ήταν οι μόνοι Έλληνες που δεν πήραν μέρος στην εκστρατεία.

Τώρα ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τη Μ. Ασία, που σε λίγο ελευθερωνόταν από τις μακεδονικές φάλαγγες. Την άνοιξη του 333 π.Χ. έφτασε στην πόλη Γόρδιο. Εκεί υπήρχε ένα αμάξι με έναν πολύ- πλοκο κόμπο, ο γνωστός ως Γόρδιος δεσμός. Κατά την παράδοση όποιος τον έλυνε, θα γινόταν κύριος όλης της Ασίας. Ο Αλέξανδρος χωρίς αμφιταλαντεύσεις έκοψε με το ξίφος του τον άλυτο αυτό κόμπο θέλοντας να δείξει έτσι πως με το σπαθί του θα κατακτήσει την Ασία. Μετά πέρασε τα πανύψηλα βουνά του Ταύρου και φτάνοντας ιδρωμένος στον ποταμό Κύδνο έπεσε στα νερά του, για να δροσιστεί. Αρρώστησε βαριά, αλλά ο προσωπικός του γιατρός Φίλιππος τον έσωσε.

Τη δεύτερη συνάντησή του με τον περσικό στρατό την είχε κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας (331 π.Χ.). Οι 500.000 Πέρσες διαλύθηκαν και πάλι και ο Δαρείος γλίτωσε με τη φυγή. Άφησε όμως στα χέρια του Αλέξανδρου τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Εκείνος όμως φέρθηκε με μεγαλοψυχία και ιπποτισμό προς τους υψηλούς αιχμαλώτους του.

Μετά προχώρησε νότια και έφτασε στη Φοινίκη, την οποία κυρίεψε και αιχμαλώτισε το στόλο της. Επίσης κατέλαβε την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Εκεί άφησε το στρατό του και με λίγους διαλεχτούς άνδρες προχώρησε στην έρημο, για να επισκεφτεί το μαντείο του Άμμωνα Δία. Ύστερα από περιπετειώδη πορεία έφτασε στο ξακουσμένο ιερό, όπου τον υποδέχτηκαν οι ιερείς με μεγάλες τιμές και ο αρχιερέας τον προσφώνησε «παιδί του Δία». Από εκεί εφοδιασμένος με χρησμούς που έλεγαν ότι θα κυριαρχούσε στην Ασία, ξαναγύρισε στην Αίγυπτο και άρχισε να ετοιμάζει το στρατό του για νέες μάχες. Μετά, αφού χάραξε τις όχθες της Αιγύπτου και κοντά στις εκβολές του Νείλου τα τείχη και τους δρόμους μιας νέας πόλης, της Αλεξάνδρειας, ξαναγύρισε στην Ασία.

Το τέλος του Περσικού κράτους και του Δαρείου. Με 40.000 πεζικό και 7.000 ιππικό πέρασε τον Τίγρη ποταμό και κινήθηκε προς τα Γαυγάμηλα, όπου είχε πληροφορίες ότι τον περίμενε ο Δαρείος με ένα εκατομμύριο άντρες και πολλά δρεπανηφόρα άρματα. Και πάλι θριάμβευσε η ανδρεία των Μακεδόνων και η στρατηγική του Αλέξανδρου. Ο μεγάλος περσικός στρατός διαλύεται και τρέπεται σε φυγή. Τον ακολουθεί πανικόβλητος και ο Δαρείος αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πλούσια λάφυρα. Ο Αλέξανδρος όμως δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένος. Όσο ζει ο Δαρείος, η κατάκτηση του Περσικού κράτους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τελειώσει. Γι' αυτό συνεχίζει την καταδίωξή του.

Προχωρώντας κυριεύει τη Βαβυλώνα, τα Σούσα με τους βασιλικούς θησαυρούς των Περσών και τέλος την αρχαία πρωτεύουσά τους, την Περσέπολη, όπου βρίσκονταν τα μυθικά ανάκτορα του Δαρείου και οι τάφοι των προγόνων του. Εκεί στέφτηκε ο Αλέξανδρος βασιλιάς της Περσίας και μετά συνέχισε την καταδίωξη του Δαρείου. Στο μεταξύ όμως ο σατράπης της Βακτριανής Βήσσος αιχμαλώτισε το Δαρείο, με σκοπό να γίνει ο ίδιος βασιλιάς της Περσίας και, όταν καταδιωκόμενος από τον Αλέξανδρο είδε πως ο Δαρείος θα πέσει στα χέρια των Μακεδόνων, τον σκότωσε. Αργότερα ο Αλέξανδρος έπιασε το Βήσσο και τον παρέδωσε στους Πέρσες, για να τον τιμωρήσουν εκείνοι όπως ήθελαν.

Η μάχη στα Γαυγάμηλα (329 π.Χ.) σήμανε την τέλεια καταστροφή του περσικού στρατού και ο θάνατος του Δαρείου την υποταγή ολόκληρου του Περσικού κράτους στον Αλέξανδρο.

Στην Ινδία. Με σκοπό την εξασφάλιση των ανατολικών συνόρων του ο Αλέξανδρος αποφάσισε να εκστρατεύσει στην Ινδία και να καταστήσει τον Ινδό ποταμό όριο δυσκολοδιάβατο της αυτοκρατορίας του προς την ανατολή. Πέρασε λοιπόν πολεμώντας τη Σογδιανή και τη Βακτριανή, νίκησε και κατέκτησε τις ιθαγενείς φυλές και το 327 π.Χ. μπήκε στην Ινδία. Οι πόλεις της έπεσαν η μία ύστερα από την άλλη, ώσπου φτάνοντας στον Υδάσπη ποταμό συνάντησε το βασιλιά Πώρο να τον περιμένει στην απέναντι όχθη με πολυάριθμο στρατό, ιππικό και 200 ελέφαντες. Κατόρθωσε όμως να περάσει το στρατό του απέναντι, να νικήσει τους Ινδούς και να συλλάβει αιχμάλωτο τον Πώρο, τον οποίο, επειδή θαύμασε για την ανδρεία του, τον συγχώρεσε και του ανέθεσε πάλι τη διοίκηση της χώρας του. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε και ο Βουκεφάλας. Ο Αλέξανδρος έθαψε με τιμές το αγαπημένο του άλογο και στον τόπο εκείνο έχτισε μία πόλη, στην οποία έδωσε το όνομα Βουκεφάλα. Οι στρατιώτες του όμως είχαν κουραστεί και αρνήθηκαν να συνεχίσουν τις κατακτήσεις. Τότε ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να επιστρέψει (326 π.Χ.). Στη χώρα των Μαλλών πληγώθηκε και κινδύνεψε να σκοτωθεί. Μετά προχώρησε στα Πάταλλα. Μετά ένα μέρος του στρατού το έστειλε με το στόλο στην Περσία. Αρχηγό αυτών είχε βάλει το ναύαρχο Νέαρχο. Ο ίδιος με τον υπόλοιπο στρατό διέσχισε την έρημο Γεδρωσία, όπου έχασε τα 3/4 των αντρών του και έφτασε στην πρωτεύουσά της Πούρα.

Στα Σούσα. Ο Αλέξανδρος με τα υπολείμματα του στρατού του και ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασε στα Σούσα. Εκεί άρχισε να σκέφτεται την οργάνωση του κράτους του. Από τη μελέτη του τρόπου ζωής και διοίκησης των Περσών κατέληξε στο συμπέρασμα πως μόνο η συμφιλίωση με τους Πέρσες ευγενείς θα μπορούσε να διατηρήσει την απέραντη αυτοκρατορία που είχε δημιουργήσει. Έβαλε λοιπόν σε ενέργεια το σχέδιό του και άρχισε να ενεργεί ως Ελληνοπέρσης βασιλιάς. Περιποιήθηκε τους Πέρσες, μιμήθηκε την ενδυμασία και τον τρόπο ζωής τους και υποχρέωσε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Μάλιστα προχώρησε με ακόμα πιο τολμηρές ενέργειες. Παντρεύτηκε ο ίδιος την κόρη του Δαρείου και έβαλε και τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του να μιμηθούν το παράδειγμά του και να παντρευτούν Περσίδες. Για να τους δελεάσει μάλιστα υποσχέθηκε σε όσους ακολουθούσαν τη συμβουλή του να χαριστούν τα χρέη. Έτσι κατά τους «γάμους», που επακολούθησαν, το δημόσιο ταμείο πλήρωσε 20 χιλ. τάλαντα, για να καλυφτούν τα χρέη των νεονύμφων αξιωματικών και στρατιωτών του. Και για να ενισχύσει την ελληνοπερσική αυτή προσέγγιση, έδωσε ακόμα την εντολή να γυμναστούν 30.000. Πέρσες κατά το μακεδονικό σύστημα και να ενταχτούν στο στρατό του. Αυτές και άλλες αλλαγές δεν άρεσαν στους Μακεδόνες, οι οποίοι έδειξαν στασιαστικές διαθέσεις. Ο Αλέξανδρος όμως ανακάλυψε τους συνωμότες και τους τιμώρησε σκληρά.

Ο θάνατός του. Η σημασία του έργου του. Η υγεία όμως του Αλέξανδρου είχε φθαρεί. Οι κόποι, οι διοικητικές φροντίδες και η θλίψη για το θάνατο του στενού του φίλου Ηφαιστίωνα τον εξασθένησαν και, ενώ βρισκόταν στη Βαβυλώνα, αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία 33 χρόνων (323 π.Χ.). Η μεγάλη του παράλειψη ήταν ότι δεν είχε ορίσει διάδοχο του θρόνου του με συνέπεια να αρχίσουν διχόνοιες μεταξύ των στρατηγών του για τη διαδοχή και τη διαίρεση της απέραντης αυτοκρατορίας του σε μικρά κρατίδια.

Το εκπολιτιστικό όμως έργο του Αλέξανδρου δε χάθηκε μαζί μ' αυτόν. Επέζησε και μετά το θάνατό του. Η επικοινωνία που αυτός άνοιξε ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ανατολή συνεχίστηκε. Και στις πολιτιστικές ανταλλαγές η ελληνική γλώσσα, που αυτός διέδωσε, εξακολούθησε να παίζει το ρόλο διεθνούς γλωσσικού οργάνου. Τα τεχνικά έργα του, δηλ. οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα λιμάνια και οι πόλεις ακόμα που ίδρυσε, συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας ειρηνικής ζωής και μιας οικονομικής ανάπτυξης, τους καρπούς της οποίας επί αιώνες απολάμβαναν οι άνθρωποι. Μεγάλη ήταν ακόμα η συμβολή του στη διοίκηση, καθώς και στην τόνωση του θρησκευτικού συναισθήματος με το οποίο απέβλεπε στην εξημέρωση των άγριων ηθών. Γενικά έγινε αίτιος να αλλάξει προς το καλύτερο η ζωή των ανθρώπων και να γεννηθεί ένας νέος πολιτισμός, ο πολιτισμός των αλεξανδρινών χρόνων, ο οποίος έχοντας για βάση το ελληνικό πνεύμα και την ελληνική γλώσσα έλαμψε επί αιώνες και ευεργέτησε την ανθρωπότητα

Ιωάννης Καποδίστριας

Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν η κορυφαία από τις διαπρεπέστερες πολιτικές και διπλωματικές μορφές της Ευρώπης, που κυριάρχησε στις αρχές του ΙΘ' αιώνα. Υπήρξε ο κύριος συντελεστής της προσπάθειας για εθνική χειραφέτηση της υπό αναγέννηση πατρίδας στις δυο πρώτες δεκαετίες του δεκάτου ενάτου αιώνα.

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου 1776 και ήταν το έκτο παιδί του Αντωνίου και της Διαμαντίνας Καποδίστρια. Προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια καταγεγραμμένη στο Libro d' oro της Κέρκυρας. Ο πατέρας του Αντώνιος ήταν από τους πιο αξιόλογους δικηγόρους της Κέρκυρας, με ενεργό ανάμιξη στα πολιτικά δρώμενα που διαμόρφωσαν την τοπική ιστορία.

Μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών έλαβε τα πρώτα του γράμματα στα σχολεία της Κέρκυρας, ενώ ταυτόχρονα είχε και σαφή ορθόδοξη παιδεία, αφού ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε καλλιεργηθεί στην Ορθόδοξη πίστη από τον μοναχό Συμεών στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας, όπου σύχναζε από τη νεαρή του ηλικία.

Το 1794 αναχώρησε για την Βενετία με στόχο να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Οι βασικές του σπουδές ήταν στον τομέα της Ιατρικής.

Η πορεία των σπουδών του νεαρού Καποδίστρια ήταν λαμπρή, αφού μετά από επιτυχείς εξετάσεις έλαβε το δίπλωμά του και το διδακτορικό του στις 10 Ιουνίου 1797. Έτσι το 1797 σε ηλικία 21 ετών ο Ιωάννης Καποδίστριας επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου άρχισε να ασκεί το ιατρικό έργο, αποσκοπώντας στο να διακονήσει την επιστήμη του και να ανακουφίσει τόν ανθρώπινο πόνο. Εθεράπευε δωρεάν τους πένητες και μάλιστα τους έδιδε τα απαραίτητα δηλαδή, τα φάρμακα που χρειάζονταν καθώς και τα χρήματα που είχαν ανάγκη.

Εκτός από την άσκηση της Ιατρικής, ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέπτυξε σημαντική επιστημονική και φιλολογική δραστηριότητα. Με δικές του πρωτοβουλίες ιδρύθηκαν στην Κέρκυρα η «Εταιρεία των Φίλων» καθώς και ο «Εθνικός Ιατρικός Σύλλογος» με σημαντικό έργο στους αντίστοιχους τομείς δραστηριοτήτων τους.

Το 1799 κατόπιν σύντομης πολιορκίας οι Ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κέρκυρα. Έτσι, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στις 21 Μαρτίου του 1800, τα Επτάνησα αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομο και ελεύθερο κράτος υπό την επικυριαρχία των Τούρκων. Το νέο όνομα του κρατικού αυτού μορφώματος ήταν «Επτάνησος Πολιτεία». Την διακυβέρνηση ανέλαβαν οι κατά τόπους πρόκριτοι, ενώ το σύνταγμα ονομάστηκε «Βυζαντινόν».

Ο Ιωάννης Καποδίστριας τοποθετήθηκε από τις νέες αρχές του νησιού, στη θέση του αρχίατρου του ιδρυθέντος νέου στρατιωτικού νοσοκομείου. Η δίχρονη Γαλλική κατοχή στα νησιά του Ιονίου συνέδραμε τα μέγιστα στη διάδοση των ιδεών της γαλλικής επανάστασης και η κοινωνική αδικία που ασκούνταν κυρίως από τους αριστοκρατικούς κύκλους σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των Επτανησίων, συνέδραμαν τα μέγιστα στην κοινωνική αναταραχή που ξέσπασε λίγο αργότερα.

Τον Αύγουστο του 1800 ξεσπάει εξέγερση στην Κεφαλληνία κατά των «ευγενών». Ο ηγεμόνας της Κέρκυρας Σπυρίδων Θεοτόκης αποστέλλει στην ταραγμένη Κεφαλονιά τον Ιωάννη Καποδίστρια μαζί με τον Νικόλαο Γραδενίγο Σιγούρο. Εκεί, με εύστοχες πρωτοβουλίες ο Ιωάννης Καποδίστριας ομαλοποίησε την κατάσταση και με την πάροδο του χρόνου αποκαταστάθηκε πλήρως η τάξη.

Η εκλεγμένη νέα Γερουσία την 1η Απριλίου του 1803, διόρισε σαν γραμματέα του νεοπαγούς κράτους τον Ιωάννη Καποδίστρια. Δηλαδή, ανέλαβε τα καθήκοντά του ως γραμματεύς Επικρατείας της Επτανησιακής Πολιτείας.

Στις 24 Νοεμβρίου 1803 πεθαίνει ο πρόεδρος της Ιονίου Γερουσίας Σπυρίδων Θεοτόκης και την διακυβέρνηση του Κράτους ανέλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Στις 5 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους η Γερουσία της Επτανησιακής Πολιτείας ψήφισε ομόφωνα το νέο Σύνταγμα. Το σύνταγμα αυτό έχει ιστορική αξία, αφού είναι ο πρώτος μετά την άλωση Καταστατικός χάρτης που ψηφίστηκε ανεμπόδιστα από τους Έλληνες των Επτανήσων. Λίγο αργότερα διαλύεται η Ρωσο-Τουρκική συμμαχία και ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων συγκεντρώνει μεγάλες δυνάμεις με στόχο την κατάληψη της Λευκάδας.

Προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίσιμη αυτή κατάσταση, η Γερουσία ανέθεσε στον Ιωάννη Καποδίστρια την οργάνωση της άμυνας του νησιού.

Στις 8 Ιουλίου του 1807 οι Ρώσοι, αφού προηγουμένως συνήψαν ανακωχή με τους Γάλλους, υπέγραψαν τη συνθήκη του Tilsit. Βάσει της συνθήκης αυτής η Ευρώπη διαμοιράστηκε ανάμεσα στους δύο ηγεμόνες, η δυτική στον Ναπολέοντα και η ανατολική στον τσάρο Αλέξανδρο Α'.

Στις 15/27 Μαϊου 1808 ο επικεφαλής του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας κόμης Ρομαντζώφ, με μια θερμή επιστολή, η οποία περιείχε το παράσημο του Ιππότη του Τάγματος της Αγίας Άννας, καλούσε τον Ιωάννη Καποδίστρια να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο διπλωματικό σώμα της Ρωσίας. Στις 3 Αυγούστου του 1808 ο Ιωάννης Καποδίστριας ξεκίνησε για την Πετρούπολη της Ρωσίας,

Στις 20 Απριλίου 1809 ο Ιωάννης Καποδίστριας διορίστηκε Σύμβουλος της Επικρατείας προσαρτημένος στο τμήμα εξωτερικών υποθέσεων της Ρωσίας με ετήσιες αποδοχές 3000 ρούβλια.

Την 1 Αυγούστου 1811 ο Τσάρος Αλέξανδρος Α' διόρισε τον Κερκυραίο διπλωμάτη ως Γραμματέα στην πρεσβεία της Βιέννης. Λίγο αργότερα, ο Ιωάννης Καποδίστριας τοποθετήθηκε ως αρχηγός και διευθυντής της Γραμματείας του διπλωματικού τμήματος του ναυάρχου Τσιτσαγκώφ.

Έδρα της νέας αυτής υπηρεσίας ήταν το Βουκουρέστι όπου και φθάνει ο Καποδίστριας στις 20 Μαΐου του 1812.

Στις αρχές του 1814 ο Τσάρος ανέθεσε στον Ιωάννη Καποδίστρια μια νέα δύσκολη αποστολή: την επίτευξη της ουδετερότητας και τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Ελβετίας, ώστε να μείνει αλώβητη από το γαλλικό δεσποτισμό. Έτσι κατόρθωσε να συνδέσει την Ελβετική ομοσπονδία με τον Συνασπισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Ουσιαστικά ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε και οργάνωσε την σύγχρονη Ελβετία. Το διοικητικό σύστημα που εισήγαγε τότε, εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί τη βάση του Ελβετικού πολιτεύματος.

Λίγους μήνες αργότερα, κατά τον Οκτώβριο του 1814, ο Ιωάννης Καποδίστριας φθάνει στη Βιέννη σαν εξέχον μέλος της διπλωματικής αποστολής της Ρωσίας για το συνέδριο.

Στην Βιέννη, επίσης, με αποκλειστικές πρωτοβουλίες του Ιωάννη Καποδίστρια, ιδρύθηκε η «Φιλόμουσος Εταιρεία». Κύριο μέλημα της προσπάθειας αυτής, ήταν η με κάθε τρόπο οικονομική, υλική και ηθική ενίσχυση των Ελληνοπαίδων, ώστε να αποκτήσουν την παιδεία που επιζητούσαν.

Τελικά, στις 9 Ιουνίου 1815 υπογράφηκαν οι τελικές πράξεις του συνεδρίου της Βιέννης, χωρίς όμως να διευθετηθεί το θέμα των Ιονίων νήσων.

Στις 22 Μαΐου 1815 ο Ιωάννης Καποδίστριας αναχώρησε από τη Βιέννη, ακολουθώντας τον Τσάρο στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά του Ναπολέοντα. Μετά την τελειωτική ήττα του Ναπολέοντα τον Ιούνιο του 1815 στο Βατερλώ, ο Ιωάννης Καποδίστριας συνόδευσε τον Τσάρο στο Παρίσι όπου θα διεξάγονταν οι συζητήσεις για το πολιτικό μέλλον της νικημένης Γαλλίας. Στις συζητήσεις που ακολούθησαν έλαμψε εκ νέου το άστρο του Κερκυραίου διπλωμάτη. Με δικές του πρωτοβουλίες η Γαλλία, αν και ηττημένη, έτυχε ήπιας μεταχείρισης και αποτράπηκε η ουσιαστική της διάλυση.

Ο Τσάρος εκφράζοντας την ευαρέσκειά του για τις προσφερθείσες

υπηρεσίες του Ιωάννη Καποδίστρια κατά τις συζητήσεις που προηγήθηκαν της υπογραφής της συνθήκης του Παρισιού, τον διόρισε Γραμματέα της αυτοκρατορίας, δηλαδή, Υπουργό Εξωτερικών.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας συνόδευσε τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Α' στην Aix-la Chapelle, για να συμμετάσχει στο συνέδριο των ηγεμόνων. Επίσης ο Ιωάννης Καποδίστριας στο ίδιο πάντα συνέδριο κατέθεσε και υπόμνημα/σχέδιο που αντιμετώπιζε ριζοσπαστικά το όνειδος της δουλεμπορίας των Μαύρων.

Τον Οκτώβριο του 1819 ο Ιωάννης Καποδίστριας έφθασε στην Πετρούπολη μετά από απουσία 10 μηνών. Ο Κερκυραίος διπλωμάτης είχε αρκετές επαφές με εκπροσώπους της Φιλικής Εταιρείας που του κόμιζαν επιστολές και τους βοηθούσε έμμεσα χωρίς όμως να εκτίθεται.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του φθινοπώρου του 1820 και τού τέλους της άνοιξης του 1821, ο Ιωάννης Καποδίστριας συμμετείχε στα συνέδρια που έλαβαν χώρα στις πόλεις Troppau και Ljubjana.

H συνεργασία του με τον Τσάρο στα θέματα που αφορούσαν την Ελλάδα χειροτέρεψε. Από τότε και μετά ο ρόλος του περιορίστηκε στο να ακούει και να μη μιλάει, μέχρι που τον Ιούνιο του 1822 ζήτησε να αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία.

Τελικά, ο Καποδίστριας αναχώρησε από την Πετρούπολη στις 19 Αυγούστου 1822. Γύρω στα τέλη του 1822 ο Ιωάννης Καποδίστριας έφθασε στην Γενεύη

Η άνοιξη του 1827 σηματοδότησε καταιγιστικές εξελίξεις. Η Γ ́ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων που συνήλθε στην Τροιζήνα, έκανε αποδεκτή και ψήφισε ομόφωνα την πρόταση να ανατεθεί στον Ιωάννη Καποδίστρια η εξουσία της Ελληνικής Πολιτείας, για μια θητεία διαρκείας επτά ετών.

Ο Τσάρος Νικόλαος χρονοτριβούσε και δεν ενέκρινε αμέσως την παραίτηση του Κερκυραίου διπλωμάτη. Στις 26 Ιουνίου 1827, μετά από πέντε ακροάσεις, ο Τσάρος αποδέχθηκε την παραίτηση του Καποδίστρια.

Μετά από αρκετούς ενδιάμεσους σταθμούς ο Ιωάννης Καποδίστριας έφθασε στο λιμάνι της Αγκώνας στις 8/20 Νοεμβρίου 1827. Τελικά, την 1/13 Ιανουαρίου 1828 o Καποδίστριας με τη συνοδεία του, αναχώρησε για την Ελλάδα με την Αγγλική κοβέρτα «Wolf». Την 6/13 Ιανουαρίου 1828 το «Warspite» έφθασε στο λιμάνι του Ναυπλίου.

Τον Φεβρουάριο του 1831 ξέσπασε μεγάλη αντικαποδιστριακή ανταρσία στη Μάνη. Η κυβέρνηση έθεσε υπό επιτήρηση τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη στο Ναύπλιο.

Έτσι, το πρωϊ της Κυριακής της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ενώ ο Καποδίστριας μετέβαινε στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος για να παρακολουθήσει τον Όρθρο και τη Θεία Λειτουργία, συνάντησε τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, οι οποίοι, αφού τον χαιρέτησαν, τον προσπέρασαν και στάθηκαν δεξιά και αριστερά της στενής εισόδου του Ιερού Ναού. Εισερχόμενος στην Εκκλησία ο Ιωάννης Καποδίστριας, δέχθηκε πυροβολισμούς και από τους δύο δολοφόνους.

Έτσι τερματίστηκε η ζωή και το έργο του Ιωάννη Καποδίστρια. Οι συνέπειες από τον βίαιο τερματισμό της ζωής αυτής της εξέχουσας φυσιογνωμίας, βαρύνουν ακόμη και σήμερα δυσμενώς την χώρα μας, αφού έκτοτε δεν έχει αναδειχθεί άλλη πολιτική προσωπικότητα που να συγκεντρώνει τέτοιες αρετές : Τιτάνιο έργο, απαράμιλλη αυταπάρνηση, πολιτική οξύνοια, διπλωματική διορατικότητα, ψυχική ευγένεια, εσωτερική καλλιέργεια, υψηλό παιδαγωγικό ιδεώδες, αταλάντευτη πρόσδεση στην ορθόδοξη πίστη.